ΚΑΤΑΡΓΕΙΤΑΙ Η ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΙΚΗ ΑΔΕΙΑ ΑΛΙΕΙΑΣ

 

Ο υπουργός Ναυτιλίας Μ Βαρβιτσίωτης ανακοίνωσε σήμερα στο πλαίσιο της νέας διάρθρωσης των υπηρεσιών του Λιμενικού Σώματος ότι καταργείται η υποχρέωση έκδοσης άδειας ερασιτεχνικής αλιείας ώστε να μειωθεί η γραφειοκρατία στο Λιμενικό Σώμα. Ο υπουργός Ναυτιλίας ανακοίνωσε ότι καταργείται η άδεια ερασιτεχνικής αλιείας, και για τους πολίτες και για τα σκάφη, καθώς και η υποχρέωση δήλωσης απόπλου και κατάπλου των μικρών σκαφών αναψυχής στη λιμενική Αρχή. Συγκεκριμένα από τον «Λιμενικό Καλλικράτη» όπως τον χαρακτήρισε, ο υπουργός Ναυτιλίας και Αιγαίου ανέφερε ότι θα αξιοποιηθούν περίπου 700 εργαζόμενοι, καθώς καταπολεμάται η γραφειοκρατία..!. Έτσι, απελευθερώνονται πολλοί υπάλληλοι που απασχολούνταν με αυτά και επιτυγχάνεται, στην ουσία, μία αύξηση του προσωπικού κατά 10%, χωρίς να γίνει καμία πρόσληψη. Για τις άλλες αλλαγές, είπε ότι θα υπάρξει αύξηση των λιμεναρχείων ώστε σε κάθε νομό να υπάρχει λιμενάρχης, θα μειωθούν οι λιμενικοί σταθμοί σε 41 από 104 που είναι τώρα, και από τους οποίους κάποιοι θα αναβαθμιστούν και κάποιοι θα καταργηθούν, ενώ θα διπλασιαστούν τα λιμενικά τμήματα και τα λιμενικά φυλάκια. Τέλος, ο κ. Βαρβιτσιώτης επισήμανε ότι λύθηκε ένα μεγάλο πρόβλημα του προσωπικού του ΛΣ-ΕΛΑΚΤ που δεν μπορούσε να αγοράσει φάρμακα, καθώς το υπουργείο χρωστούσε και τα φαρμακεία δεν έδιναν φάρμακα. Αυτές οι ληξιπρόθεσμες υγειονομικές δαπάνες, που ανέρχονται στο ποσό των περίπου 6.000.000 ευρώ «ενταλματοποιήθηκαν» όπως υπογράμμισε, και έτσι λύνεται το πρόβλημα. πηγή http://www.dikaiologitika.gr/2013112120444/dimosio/katargeitai-h-adeia-erasitexnikis-aleias/menu-id-232.html

ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΗ ΘΛΑΣΗ . ΚΟΙΝΩΣ , ΦΤΥΝΟΝΤΑΣ ΑΙΜΑ…

 

πνευμονική θλάσηΗ πνευμονική θλάση είναι ένας όλο και πιο συχνός τραυματισμός σε ελεύθερους δύτες και ψαροτουφεκάδες. Το γεγονός ότι μετά από μια βουτιά κάποιος «φτύνει αίμα» δεν είναι καθόλου φυσιολογικό και το ότι συμβαίνει σε αρκετούς σε κάθε ψάρεμα ή βουτιά δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικό.

Το γεγονός ότι, μετά από θλάσεις πνευμόνων, έχουν γίνει ακτινογραφίες και βρογχοσκοπήσεις χωρίς να δείξουν κάτι παθολογικό, δεν αναιρεί το ανησυχητικό φαινόμενο πως πρόκειται για βλάβη σε πνευμονικό ιστό. Υπάρχουν πολλά πράγματα που δεν φαίνονται στις συγκεκριμένες εξετάσεις, είτε γιατί αυτές δεν είναι αρκετά ευαίσθητες είτε γιατί οι συγκεκριμένες περιπτώσεις δεν φτάνουν στο σημείο του τραυματισμού.
Δυστυχώς, συχνά ακούμε να αναφέρεται από τον ίδιο τον πάσχοντα το γεγονός, σχεδόν χαριτολογώντας, ειδικά από νέους και απνεϊστικά δυνατούς δύτες. Όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ενασχόλησή μας με το βυθό πρέπει να μας είναι ευχάριστη, να την απολαμβάνουμε, αλλά δεν πρέπει να υπερβαίνουμε τα όρια που θέτει το σώμα μας. Από τη στιγμή που αιμορραγούμε, κάπου τραυματιστήκαμε…

Γιατί και πώς συμβαίνει
Η πνευμονική θλάση στην ελεύθερη κατάδυση συμβαίνει κατά τη διάρκεια της κατάδυσης και δεν πρέπει να συγχέεται με την πνευμονική θλάση της αυτόνομης κατάδυσης που συμβαίνει στην ανάδυση.
πνευμονική θλάσηΟι πνεύμονες, όπως γνωρίζουμε, περιβάλλονται από το θωρακικό κλωβό. Η εξωτερική πλευρά των πνευμόνων και η εσωτερική πλευρά του θωρακικού τοιχώματος επικαλύπτεται με τον υπεζωκότα. Μέσα σε αυτόν τον υπεζωκοτικό χώρο υπάρχει κενό αέρος και ελάχιστη ποσότητα υγρού που επιτρέπει στους πνεύμονες να ολισθαίνουν πάνω στο θωρακικό τοίχωμα, χωρίς να απομακρύνονται από αυτό. Αντίστοιχη είναι και η εικόνα προς το διάφραγμα. Τα προαναφερθέντα ανατομικά στοιχεία είναι σημαντικά για τη σωστή μηχανική της αναπνοής.
Τι συμβαίνει λοιπόν όταν καταδυόμαστε;
Κατά τη διάρκεια της κατάδυσης συμπιέζονται οι αεροφόροι χώροι στο σώμα μας λόγω της αύξησης της εξωτερικής πίεσης. Αυτό σημαίνει ότι οι πνεύμονες οι οποίοι περιέχουν ένα μεγάλο ποσοστό αέρα και έχουν μεγάλη ελαστικότητα συμπιέζονται και ο όγκος τους μικραίνει. Ο θώρακας, αποτελούμενος από οστά, αρθρώσεις και μύες, αλλά και το διάφραγμα, έχουν μικρότερη ελαστικότητα σε σχέση με τους πνεύμονες.
Σε κάποια στιγμή της κατάδυσης ο θώρακας και το διάφραγμα δεν μπορούν να ακολουθήσουν τη σμίκρυνση των πνευμόνων. Αν συνεχίσουμε να καταδυόμαστε, οι πνεύμονες θα έχουν την τάση να απομακρυνθούν από το θωρακικό τοίχωμα, με αποτέλεσμα να «τραβιούνται». Τη στιγμή που η τάση απομάκρυνσης από το τοίχωμα θα ξεπεράσει την ελαστικότητα των πνευμόνων, ο μαλακός και ευαίσθητος ιστός των πνευμόνων θα υποστεί έναν τραυματισμό.
Με άλλα λόγια, φτάνουμε σε βάθη για τα οποία το σώμα μας δεν είναι έτοιμο, είτε γενικά είτε εκείνη την συγκεκριμένη ημέρα.
Το οριακό βάθος δεν είναι σε κάθε άνθρωπο το ίδιο, ούτε όμως και κάθε μέρα το ίδιο. Εξαρτάται από τη φυσική κατάσταση του ατόμου και την ελαστικότητα των πνευμόνων, του θωρακικού τοιχώματος και του διαφράγματος. Ένας άλλος παράγοντας είναι η εξοικείωση του δύτη με το βάθος. Έτσι, συχνά βλέπουμε πολύ καλά προπονημένους αθλητές, που όλο το χειμώνα είναι στο γυμναστήριο και το κολυμβητήριο, με το που βουτάνε στη θάλασσα να παθαίνουν θλάσεις πνευμόνων πολύ πριν φτάσουν στα απνεϊστικά τους όρια, γιατί απλά το σώμα δεν έχει συνηθίσει το βάθος και την πίεση.
Ό,τι μας κάνει να σφιγγόμαστε αυξάνει τον κίνδυνο να υποστούμε θλάση πνευμόνων, όπως το κρύο, οι διαφραγματικοί σπασμοί, μια δύσκολη εξίσωση και απότομες κινήσεις σε μεγάλα βάθη.

Τα συμπτώματα
Φτάνοντας στο βάθος που αρχίζουμε να νιώθουμε ένα τράβηγμα ή πίεση στο ύψος του διαφράγματος (κάτω και πίσω από το στέρνο), εκεί ακριβώς κινδυνεύουμε να πάθουμε θλάση. Ο πόνος στο σημείο αυτό είναι μια ένδειξη ότι οι πνεύμονες «ταλαιπωρήθηκαν».
Τα κλασικά συμπτώματα είναι ο βήχας, το «σφίξιμο» στο στήθος και η αιμόπτυση. Αυτό θα συμβεί αμέσως μετά την ανάδυση ή και μετά από λίγα λεπτά. Συνήθως το πρώτο που θα νιώσουμε θα είναι ένα μικρό σφίξιμο (σπανίως θα είναι δύσπνοια) στο στήθος που θα οδηγήσει σε βήχα. Με το βήχα θα βγάλουμε και αφρώδη βλέννη αναμιγμένη με αίμα. Η ποσότητα του αίματος μπορεί να ποικίλλει (όπως και γενικά η ένταση των συμπτωμάτων), από το να χρωματιστούν τα πτύελα με λίγο ροζ μέχρι και κατακόκκινο. Αυτό θα συμβεί συχνότερα σε μια βουτιά λίγο δύσκολη, είτε στην εξίσωση, είτε όταν κάνουμε κάτι κουραστικό στο βυθό (ξεβράχωμα, απότομες κινήσεις), αλλά μπορεί και να συμβεί μετά από μια απλή βουτιά.

Οι κίνδυνοι είναι σοβαροί!
Δεν ξέρουμε ακριβώς σε ποιο ύψος του αναπνευστικού συστήματος συμβαίνει η βλάβη. Πιθανότατα προς το τέλος του πνευμονικού δέντρου, στις κυψελίδες, κάτι που συμβαδίζει και με το γεγονός ότι δεν έχουν βρεθεί ευρήματα στις βρογχοσκοπήσεις που έχουν γίνει. Όπως και να έχει, στο σημείο που υπάρχει η βλάβη θα δημιουργηθεί μια ουλή μετά την επούλωσή της, κάτι που θα έχει σαν αποτέλεσμα δύο πράγματα:
1. Στο σημείο της βλάβης ο ιστός δεν είναι πλέον φυσιολογικός και έτσι δεν είναι λειτουργικός. Αυτό σημαίνει ότι αν έχουμε υποστεί πολλές μικρές βλάβες επί σειρά ετών μπορεί να ελαττωθεί σημαντικά το πνευμονικό παρέγχυμα και τελικά να έχουμε μείωση της πνευμονικής λειτουργίας.
2. Η ουλή που δημιουργείται στο σημείο της βλάβης δεν έχει την ίδια ελαστικότητα με το φυσιολογικό πνευμονικό ιστό. Το αποτέλεσμα είναι ότι στην επόμενη βουτιά ο τριγύρω ιστός θα αναγκαστεί να διαταθεί περισσότερο για να καλύψει το κενό της ουλής, με κίνδυνο να τραυματιστεί περισσότερο. Με άλλα λόγια, αν πάθουμε μια φορά πνευμονική θλάση κινδυνεύουμε ευκολότερα να την ξαναπάθουμε, ακόμα και σε καλύτερες συνθήκες βουτιάς.
Όμως πέρα από τον επηρεασμό της πνευμονικής λειτουργίας, η πνευμονική θλάση μπορεί να οδηγήσει και σε εμβολή αέρος, όπως θα δούμε στη συνέχεια.

πνευμονική θλάσηΗ εμβολή αέρος έχει παρόμοια συμπτώματα με τη νόσο των δυτών και πολλές φορές είναι δύσκολο να διαχωριστεί. Έτσι συχνά αναφέρονται και οι δύο ως «νόσος εξ αποσυμπίεσης» γιατί τα συμπτώματα, αλλά και η θεραπεία, δεν διαφέρουν πολύ.
Ο μηχανισμός της εγκατάστασης είναι διαφορετικός και θα τον περιγράψω εν συντομία. Η κλασική νόσος των δυτών σχετίζεται με το διαλυμένο αδρανές αέριο άζωτο στο σώμα, το οποίο διαλύεται στο αίμα και διαχέεται στους ιστούς κατά την κατάδυση, και στην ανάδυση μπορεί να δημιουργηθούν οι φυσαλίδες αζώτου. Θα έχουμε βλάβες στο σημείο όπου δημιουργήθηκαν οι φυσαλίδες, το οποίο μπορεί να είναι στην περιφέρεια του σώματος, ειδικά σε μεγάλες αρθρώσεις, αλλά μπορεί να είναι και στο κεντρικό νευρικό σύστημα και να ακολουθήσουν βλάβες τύπου ισχαιμικού εγκεφαλικού επεισοδίου, όπως παραλύσεις και άλλες νευρολογικές βλάβες. Τα συμπτώματα εμφανίζονται συνήθως λίγα λεπτά μετά την ανάδυση, έως και κάποιες ώρες, αν και τα περισσότερα από αυτά θα συμβούν μέσα στα πρώτα 30 λεπτά.
Σε αντίθεση με τη νόσο των δυτών, η εμβολή αέρος δεν σχετίζεται με το άζωτο, αλλά με φυσαλίδες αέρος οι οποίες περνούν από τις κυψελίδες απευθείας στο αίμα. Για να συμβεί αυτό πρέπει να έχουμε κάποια βλάβη στον πνευμονικό ιστό, και εδώ συνδέεται η εμβολή αέρος με το κύριο θέμα μας, την πνευμονική θλάση.
Η πνευμονική θλάση μπορεί να αποτελέσει βάση ή, καλύτερα, πύλη εισόδου για το πέρασμα του αέρα από τις κυψελίδες στην κυκλοφορία του αίματος. Ο αέρας περνάει στο αίμα κατά την κατάδυση, όταν η πίεση στους πνεύμονες είναι αυξημένη και οι μικρές -και αθώες στο βάθος- φυσαλίδες διογκώνονται κατά την ανάδυση και μπορούν να φράξουν την κυκλοφορία σε οποιοδήποτε σημείο. Τα τελικά αποτελέσματα μοιάζουν με αυτά της νόσου των δυτών, μόνο που αφορούν κυρίως το κεντρικό νευρικό σύστημα (εγκέφαλο), και τα συμπτώματα συνήθως θα εμφανιστούν ήδη κατά τη διάρκεια της ανάδυσης ή αμέσως μετά, κατά μέσο όρο σίγουρα νωρίτερα απ' ό,τι στη νόσο των δυτών.
Συνοπτικά λοιπόν, με μια θλάση πνευμόνων είμαστε ευάλωτοι στο να πάθουμε εμβολή αέρος, όπου το αποτέλεσμα για το σώμα μας είναι συγκρίσιμο με το ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο.

Πώς αποφεύγεται
ελεύθερη κατάδυσηΤο κυριότερο είναι να μην πιέζουμε το σώμα μας σε βάθη για τα οποία δεν είναι έτοιμο. Πρέπει να μάθουμε να ακούμε το σώμα μας, ως προς τις αντοχές του.
Όταν κάνει ιδιαίτερο κρύο ή εμείς έχουμε κρυώσει, τότε πρέπει να έχουμε στο νου μας ότι πρέπει να ελαττώσουμε τα μέτρα που βουτάμε. Ακόμη και απνεϊστικά να είμαστε σε φανταστική φόρμα, με το κρύο οι μύες σφίγγουν και ο θώρακας χάνει αισθητά από την ελαστικότητά του, με αποτέλεσμα οι τραυματισμοί στους πνεύμονες να είναι πιο εύκολοι.
Επίσης, αν κάποια μέρα ή σε κάποια βουτιά έχουμε ιδιαίτερα δυνατούς διαφραγματικούς σπασμούς, ειδικά σε μεγάλο βάθος, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί και ενδεχομένως να ελαττώσουμε το βάθος. Το ίδιο ισχύει και για δυσκολίες στην εξίσωση. Αν πιέσουμε την εξίσωση σφίγγουμε συχνά όλο το σώμα, και πάλι κινδυνεύουμε να τραυματίσουμε τους πνεύμονες, αν έχουμε φτάσει σε οριακά για την ελαστικότητά μας βάθη. Σε τέτοια βάθη πρέπει να αποφεύγουμε και τις απότομες και βίαιες μεγάλες κινήσεις των άνω άκρων και του κορμού, ιδιαίτερα γιατί η απότομη αλλαγή της στάσης και η μυϊκή δραστηριότητα μπορεί να είναι η αιτία της αλλαγής του χώρου μέσα στο θώρακα και τον τραυματισμό του πνευμονικού ιστού.

Αφού είπαμε τι δεν πρέπει να κάνουμε, πάμε να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε για να προετοιμάσουμε καλύτερα το σώμα μας για το βάθος. Οι διατάσεις του θώρακος, του διαφράγματος και κατ' επέκταση των πνευμόνων μπορεί σημαντικά να βελτιώσουν την ανοχή μας στο βάθος. Υπάρχει μια σειρά εύκολων σχετικά ασκήσεων οι οποίες άμεσα πριν τη βουτιά θα βοηθήσουν να «μαλακώσει» ο θώρακας, αλλά και κάνοντάς τις καθημερινά να αυξηθεί στο σύνολο η ελαστικότητα του θώρακα και με αυτό και ο όγκος του αέρα που μπορούμε να εισπνεύσουμε.
Οι βουτιές ζεστάματος σε ρηχότερα βάθη από αυτά που θέλουμε να βουτήξουμε τελικά βοηθούν το σώμα να συνηθίσει την αλλαγή της πίεσης. Αλλά και συνολικά πρέπει το βάθος μας να το αυξάνουμε σταδιακά, για να μην ξεπεράσουμε τα όριά μας. Ειδικά όταν έχουμε καιρό (εβδομάδες ή μήνες) να βουτήξουμε, καλό είναι να ξεκινήσουμε ρηχότερα απ' ό,τι βουτάγαμε πριν.

Τι κάνουμε αν «την πάθουμε»

πνευμονική εμβολήΚάνουμε λοιπόν τη βουτιά μας και όταν φτάνουμε στην επιφάνεια έχουμε βήχα και «φτύνουμε αίμα». Δεν υπάρχει λόγος πανικού, αφού δεν κινδυνεύουμε από την αιμορραγία, μιας και η ποσότητα του αίματος που χάνουμε είναι πολύ μικρή. Όμως έχουμε προκαλέσει μια βλάβη στους πνεύμονες. Τι κάνουμε τώρα;
Φυσικά δεν ξαναβουτάμε την ίδια μέρα, αλλά καλό είναι να κάνουμε διακοπή οποιασδήποτε υποβρύχιας δραστηριότητας για τουλάχιστον μία με δύο εβδομάδες. Αν έχουμε οξυγόνο κοντά μας δεν βλάπτει να το εισπνεύσουμε για 10 λεπτά.
Όταν αποφασίσουμε να ξαναβουτήξουμε, πρέπει να μειώσουμε το βάθος, ειδικά αν οι συνθήκες είναι κακές. Δεν ξεχνάμε ότι μετά από μια θλάση πνευμόνων είμαστε πιο ευάλωτοι να υποστούμε παρόμοια βλάβη, οπότε η δράση μας στο νερό πρέπει να είναι ιδιαίτερα συντηρητική.

Ξαναθυμίζω λοιπόν ότι η ενασχόλησή μας με το βυθό πρέπει να είναι διασκέδαση! Πάντα πρέπει να σεβόμαστε το βάθος, αλλά κυρίως το σώμα μας, για να μπορούμε να βουτάμε για πολλά χρόνια ακόμα…

 

 

thalassamedia.gr

Η ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΕΝΟΣ ΛΑΣΤΙΧΟΒΟΛΟΥ

IMG_2612_resize Η επικράτηση του λαστιχοβόλου έναντι του αεροβόλου, εδώ και πολλά χρόνια, κάθε άλλο παρά τυχαία είναι. Η απλούστερη συντήρηση, τα σκοπευτικά, η ευθυβολία και η ευκολία όπλισης, αποτελούν μερικούς από τους -πρακτικής φύσεως- λόγους, για τους οποίους τα λαστιχοβόλα προτιμήθηκαν.
Προσωπικά, θεωρώ ότι σήμερα, στην πλέον εξελιγμένη του μορφή (πανίσχυρες κατασκευές που οπλίζουν από άκρη σε άκρη, με διαμορφωμένα μονοκόμματα ανθρακονημάτινα σώματα μεγάλης μάζας και κλειστούς οδηγούς), το λαστιχοβόλο κρατάει αδιαμφισβήτητα τα σκήπτρα στον θρόνο του. Όμως μοιάζει πλέον να έχει πλησιάσει περισσότερο από ποτέ στο όριο της εξέλιξής του. Πιστεύω πως από εδώ και πέρα θα βλέπουμε μικρής, και μάλλον δευτερευούσης σημασίας βελτιώσεις στα όπλα αυτά. Μακάρι το μέλλον να με διαψεύσει.
Από την άλλη, τα αεροβόλα φαίνεται πως έχουν πολύ δρόμο ακόμα να διανύσουν. Οι δυνατότητές τους φαίνονται πραγματικά εντυπωσιακές, όσον αφορά θέματα βλητικής ικανότητας και ευκινησίας. Όμως απαιτείται μεγάλο κόστος έρευνας, ανασχεδίαση ορισμένων ζητημάτων από «λευκό χαρτί» και πολλές δοκιμές ακόμα. Ο χρόνος μόνο θα δείξει ποιοι από τους παραπάνω συλλογισμούς θα επαληθευτούν και ποιοι όχι. Ως τότε, ας επικεντρωθούμε στο λαστιχοβόλο...
Το λαστιχοβόλο βασίζεται στην αρχή του τόξου, με τη διαφορά ότι διαθέτει μηχανισμό ώστε να συγκρατεί το βέλος οπλισμένο, και να το απελευθερώνει ο χρήστης όποτε αυτός το επιθυμεί, απλά τραβώντας τη σκανδάλη (κάτι σαν τη μεσαιωνική βαλλίστρα).
Είναι πολύ σημαντικό να κατανοήσει ο ψαροκυνηγός ότι το λαστιχοβόλο στην ουσία αποτελεί ένα σύστημα τα στοιχεία του οποίου (κυρίως σώμα όπλου, μηχανισμός, βέργα, λάστιχα) είναι αλληλένδετα και πρέπει να βρίσκονται σε αρμονία μεταξύ τους. Οποιαδήποτε διαταραχή σε κάποιο από τα στοιχεία αυτού του συστήματος θα έχει αρνητικά αποτελέσματα στην απόδοσή του, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να ενέχει ακόμη και κίνδυνο για τον χρήστη (π.χ. ακούσια απελευθέρωση της βέργας, εξαιτίας υπερφόρτωσης ελαστικών...).
Υλικά κατασκευής και ιδιότητες
Τα υλικά κατασκευής ενός λαστιχοβόλου μπορεί να είναι το ξύλο, το αλουμίνιο ή άλλα σύνθετα υλικά όπως κέβλαρ, υαλονήματα ή ανθρακονήματα, που καθορίζουν με τη σειρά τους και τις ιδιότητες του όπλου, τα προτερήματα και τα μειονεκτήματά του. Πιο συγκεκριμένα:

imageuyot (1) • Ξύλο: Η διαχρονικότητα - φυσικότητα του ξύλου είναι χαρακτηριστική. Πρόκειται για ένα κλασικό, πανέμορφο υλικό, το οποίο μάλιστα είναι και οικολογικό εν αντιθέσει με τα σύνθετα. Στα μειονεκτήματα θα έβαζα τη συχνότερη συντήρηση, χωρίς όμως να προβληματίζει ιδιαίτερα, ειδικά όταν πρόκειται για είδος ξύλου teak, καθώς και ότι εάν απαιτηθεί δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε κάποια μικρή επιφάνεια, που θα είναι συνάμα το ίδιο ισχυρή με τα παρακάτω υλικά.









demka_vector• Αλουμίνιο: Η ανθεκτικότητα αυτού του υλικού στην κρούση είναι παροιμιώδης. Κατά την άποψή μου πρόκειται για το ιδανικότερο υλικό για την κατασκευή αντικειμένων όπως το ψαροτούφεκο, το οποίο όμως προϋποθέτει μεγάλο κεφάλαιο για να μπορείς να εκμεταλλευτείς τις πραγματικές δυνατότητές του και να δημιουργήσεις «πρωτοποριακά» και διαφοροποιημένα σχήματα, όπως μηχανήματα hydroforming και συγκολλητές laser. Με τη σωστή κατεργασία είναι το μακροβιότερο και με τη μικρότερη απαιτούμενη συντήρηση. Όποιος έχει τον παραμικρό ενδοιασμό για τα παραπάνω, αρκεί να ρίξει μια ματιά στην τεχνολογία εφαρμογής και τα αποτελέσματά της στους σκελετούς ποδηλάτων (βιομηχανική παραγωγή).
Δυστυχώς μέχρι στιγμής, λόγω κόστους, το έχουμε δει να χρησιμοποιείται μόνο σε συμβατικές κατασκευές όσον αφορά τα ψαροτούφεκα, με ελάχιστες εξαιρέσεις κάποια μοντέλα των εταιρειών Omer και Sporasub. Έτσι, εάν απαιτηθούν να εφαρμοστούν μεγάλες δυνάμεις (πολυλάστιχο), συνήθως θα μας προδώσουν τα πλαστικά μέρη της λαβής-κεφαλής και η συνδεσμολογία τους.

 assets_LARGE_t_11762_6479281
• Ανθρακόνημα:
Πρόκειται για το επικρατέστερο των έως σήμερα γνωστών σύνθετων υλικών, που έχει κερδίσει την πλειονότητα των κατασκευαστών, με έμφαση στην κατηγορία των λεγόμενων «υπερόπλων». Αυτό θα έλεγα ότι οφείλεται αφενός στα μοναδικά χαρακτηριστικά του, αφενός όσον αφορά την ακαμψία ακόμα και σε πολύ μίνιμαλ κατασκευές όταν αυτό απαιτηθεί, αφετέρου στην απαστράπτουσα, εντυπωσιακή, σχεδόν απόκοσμη εμφάνισή του, που καταφέρνει να «μαγνητίζει» τους υποψήφιους αγοραστές.

Τα μέρη του όπλου
Το σημαντικότερο τμήμα ενός όπλου είναι η λαβή του! Ακόμα και το «καλύτερο» όπλο να σου δώσουν, αν η λαβή δεν ταιριάζει στις διαστάσεις του χεριού σου, δεν πρόκειται ποτέ να δεθείς μαζί του (δεν θα μπορέσει να γίνει «προέκταση» του χεριού σου, δηλαδή), ενώ επηρεάζεται αρνητικά και η ευθυβολία του όπλου, αφού η ανάκρουση δεν απορροφάται σωστά από το χέρι (παίξιμο της λαβής μέσα στην παλάμη κατά τη βολή). Εδώ, οι διαμορφωμένες λαβές έχουν την τιμητική τους, αν και συνηθέστερα βρίσκουν εφαρμογή σε πολυλάστιχα σχήματα.
Εν κατακλείδι, μην παραλείψετε πριν από την τελική αγορά να φορέσετε ένα γάντι και να προβάρετε! Από εκεί και πέρα, αξιολογήστε μηχανισμό σκανδάλης, κεφαλή και σωλήνα του όπλου.
 
• Ο μηχανισμός σκανδάλης: Οι επικρατέστεροι τύποι μηχανισμών σκανδάλης είναι ο κανονικός και ο ανάποδος. Χονδρικά θα λέγαμε ότι η κύρια σχεδιαστική διαφορά τους είναι ότι ο πρώτος έχει το μάνταλο συγκράτησης της βέργας μπροστά από τη σκανδάλη, ενώ ο δεύτερος πίσω. Ο τελευταίος έχει εμφανιστεί στην ευρωπαϊκή αγορά τα τελευταία χρόνια, και όπως πάει κερδίζει συνεχώς έδαφος. Όλο και περισσότερες εταιρείες πλέον τοποθετούν στα όπλα τους ανάποδο μηχανισμό.
Είναι αυτονόητο ότι όσο μεγαλύτερο είναι το μήκος όπλισης, τόσο μεγαλύτερη θα είναι και η ενέργεια που θα εισπράξει η βέργα κατά την έξοδό της από το όπλο. Αυτό επιτυγχάνεται μειώνοντας τα «νεκρά» μήκη του όπλου, δηλαδή με έναν όσο το δυνατόν πιο ανάποδο μηχανισμό σκανδάλης (ο μόνος περιοριστικός παράγοντας είναι η ικανότητά μας να οπλίσουμε τα λάστιχα από κάποιο σημείο και πέρα), τοποθετώντας επίσης τα λάστιχα να ξεκινάνε από την άλλη άκρη, στην κεφαλή του όπλου.
Το λαστιχοβόλο ήρθε για να μείνει!Σύμφωνα, λοιπόν, με τα παραπάνω, θα μπορούσαμε να πούμε απλοϊκά ότι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του ιδανικού λαστιχοβόλου, θα ήταν να οπλίζει από τη μία άκρη έως την άλλη. Όσοι αμφισβητούν τη χρήση του ανάποδου μηχανισμού, στο επόμενο ψάρεμα ας οπλίσουν το τουφέκι τους στην πρώτη σκάλα, μιας και είναι σίγουρα πιο ξεκούραστο από το να πάνε τα λάστιχα στη δεύτερη, αλλά και περιττό, εκτός και αν τελικά έχουν παρατηρήσει κάποια διαφορά δύναμης από τη μία σκάλα στην άλλη...
Πάντως, όποιος κι αν είναι ο τύπος του μηχανισμού, θα πρέπει να διατηρεί την ευαισθησία της σκανδάλης σε υψηλά επίπεδα όταν είναι οπλισμένος. Έτσι, καλό είναι να συμβουλευόμαστε τον κατασκευαστή για τα φορτία για τα οποία έχει σχεδιαστεί να λειτουργεί ο μηχανισμός του όπλου, ειδικά όταν πρόκειται να χρησιμοποιηθεί σε ιδιοκατασκευές.
 
• Η κεφαλή του όπλου: Υπάρχουν οι κλειστού και οι ανοιχτού τύπου κεφαλές. Διαφέρουν στο ότι στις πρώτες, το ένα ζευγάρι λάστιχα τραβάει παράλληλα τη βέργα, ενώ στις δεύτερες τα λάστιχα τραβάνε υπό γωνία. Και σε αυτήν την περίπτωση παίζει μεγάλη σημασία το τι βολεύει τον κάθε χρήστη, αν και κάποια πράγματα είναι και θέμα συνήθειας.
Προσωπικά προτιμώ τις ανοιχτού τύπου κεφαλές στα όπλα μου, γιατί δίνουν μια πιο «ελεύθερη» σκοπευτική εικόνα βέργας - στόχου (χωρίς αψίδα και λοιπά εμπόδια), αλλά και γιατί καθιστούν το όπλο πιο ευκίνητο κατά τις πλευρικές μετατοπίσεις (τα λάστιχα «τρέχουν» κατά μήκος στα πλευρά του σωλήνα, χωρίς να προεξέχουν).
Επίσης, ένα όπλο με περαστά λάστιχα συνήθως είναι και πιο αθόρυβο κατά τη μετακίνησή του, αφού τα λάστιχα δεν πάλλονται σαν χορδές όπως συχνά συμβαίνει στα όπλα με κλειστού τύπου κεφαλή. Από την άλλη πάλι, ένα όπλο με περαστά, για να δουλέψει σωστά απαιτεί οδηγό κατά μήκος του σωλήνα.
Κάποιοι ισχυρίζονται ότι, λόγω τριβών της βέργας πάνω στον οδηγό, υπάρχουν μεγάλες απώλειες ενέργειας, άποψη την οποία δεν συμμερίζομαι. Ναι μεν υπάρχουν κάποιες επιπλέον τριβές εξαιτίας του οδηγού, όμως αυτές αντισταθμίζονται και μάλιστα πολλές φορές υπερκερδίζονται (στα πολυλάστιχα σχήματα), από το γεγονός ότι ο οδηγός θα ελαχιστοποιήσει τις ταλαντώσεις που δέχεται το καμάκι κατά την εκτόνωση των ελαστικών, πράγμα πιο σημαντικό για διάφορους λόγους, όπως π.χ. μεγαλύτερη ακρίβεια στη βολή, αλλά και περισσότερη ταχύτητα τελικά, αφού το βέλος κατευθύνεται προς τον στόχο χωρίς ταλαντώσεις - απώλειες ενέργειας, όπως προαναφέρθηκε.
 
• Σωλήνας - κορμός όπλου: Αποτελεί το μεσαίο τμήμα του ψαροτούφεκου, αυτού που συνδέει τα δύο άκρα (λαβή-κεφαλή). Άλλοτε αποτελείται από έναν απλό στρογγυλό αλουμινοσωλήνα (πλέον επιλέγεται κυρίως στα μικρού έως μεσαίου μήκους όπλα 60-90 εκ.), ενώ σε άλλες περιπτώσεις, πιο εξειδικευμένες και σαφώς πιο ακριβές, μπορεί να είναι κατασκευασμένος από ξύλο ή άλλα σύνθετα υλικά (ανθρακονήματα, κέβλαρ, υαλονήματα, κεραμικά κ.λπ.). Μπορεί να είναι ξεχωριστό τμήμα του όπλου, όπου πάνω του συνδέονται η κεφαλή και η λαβή (συνήθως με πίρους), ή να δημιουργεί ένα ενιαίο, μονοκόμματο σύνολο, που περιλαμβάνει τα προαναφερόμενα κομμάτια (πρόκειται για τα λεγόμενα «μονομπλόκ» όπλα στην ψαροτουφεκάδικη γλώσσα).
Στη δεύτερη και πιο περίπλοκη περίπτωση, συνήθως το όπλο συνοδεύεται σχεδιαστικά και από ένα πιο «ψαγμένο» διαμορφωμένο σχήμα, το οποίο το καθιστά πιο υδροδυναμικό, προσδίδοντάς του και άλλα πλεονεκτήματα συνάμα, όπως μειωμένη ανάκρουση και μεγαλύτερη ακρίβεια στη βολή.
Ο λόγος ύπαρξης αυτής της κατηγορίας όπλων δεν είναι πάντα η μόδα ή η δημιουργία καταναλωτικού «ρεύματος» (ενίοτε συμβαίνει και αυτό), αλλά η ανάγκη που προκύπτει από το επιλεκτικό κυνήγι μεγάλων ψαριών (εκεί μέσα οριοθετήστε τις προσωπικές σας αναζητήσεις και φιλοδοξίες: τις μεγάλες συναγρίδες του κάβου, τα μεγάλα «μαύρα» στο γκρέμι, τα μεγάλα πελαγίσια...).
Το λαστιχοβόλο ήρθε για να μείνει!Πάντως ό,τι και αν επιλέξετε θα πρέπει να είναι μεγάλο, το οποίο συνήθως συνδυάζεται με εξελιγμένες τεχνικές όπως το συρτό καρτέρι. Σε δύσκολες, πολυψαρεμένες περιοχές, όπου το θήραμα μπορεί να σου δώσει μια ευκαιρία για βολή, αυτή δεν θα είναι σε κοντινές αποστάσεις συνήθως. Έχουμε, λοιπόν, να κάνουμε με θηράματα μεγάλης μάζας, σε όχι και τόσο κοντινές αποστάσεις, εξού και η ανάγκη για αυξημένη διάτρηση, ταχύτητα και ευθυβολία.
Ο κανόνας προκύπτει από τη συχνότητα επανάληψης ενός γεγονότος, και όχι από το τυχαίο ενός περιστατικού. Όσοι λοιπόν ασχολούνται επισταμένως, και όχι περιστασιακά, με τον παραπάνω τρόπο κυνηγιού, γνωρίζουν καλά ότι ένα καλό και ακριβό τουφέκι αξίζει τα λεφτά του και με το παραπάνω. Επιπλέον, στην πραγματικότητα αποτελεί και στάση υπευθυνότητας και σεβασμού προς το θήραμα, αφού ελαχιστοποιεί τις πιθανότητες ξεψαρίσματος και άσκοπου τραυματισμού του ψαριού, λόγω βλητικής ανεπάρκειας.
Με απλά λόγια, θα έλεγα πως δεν πας στο κυνήγι αγριογούρουνων με φλομπεράκι...

Τα περιφερειακά: μουλινέ & καμάκι
Μουλινέ είναι το γνωστό μας καρούλι, τοποθετημένο στην κάτω μεριά του όπλου. Πλέον υπάρχει στην αγορά μια απίστευτη ποικιλία τέτοιων ποιοτικότατων εξαρτημάτων, σε ό,τι μέγεθος ο χρήστης επιθυμεί για το ανάλογο κυνήγι. Θες μίνιμαλ και ευέλικτο για τα ρηχοκάρτερα; Το 'χεις. Θες τεράστιο, από πανίσχυρα υλικά, να το φορτώσεις 100+ μέτρα 2άρι dynema, να πας να κυνηγήσεις...δράκους; Το 'χεις και αυτό.
Πρόκειται για ένα απαραίτητο αξεσουάρ, που η παρουσία του θα μας επιτρέψει την ασφαλή επιστροφή στην επιφάνεια, με τον παράλληλο έλεγχο του θηράματος από εκεί. Η τοποθέτησή του καλό είναι να γίνεται όσο πιο κοντά στον υποφυλακτήρα, για καλύτερο ζύγισμα και ευκινησία του όπλου. Προτιμήστε αυτά που διαθέτουν εξωτερικούς προστατευτικούς πίρους, ώστε να αποφύγετε τυχόν μελλοντικές δυσάρεστες εκπλήξεις (π.χ. κάποια σπείρα που πετάχτηκε έξω από το τύμπανο και μπλόκαρε τη λειτουργία του μουλινέ).
Το σχοινί καλό θα είναι να μην είναι υπερβολικά λεπτό (καλό πάχος θεωρώ τα 2 - 2,2 χιλ.), ώστε να προσδίδει καλό πιάσιμο και έλεγχο στο αγαντάρισμα των μεγάλων ψαριών (πολύ χρήσιμο όταν κυνηγάμε μεγάλα μαύρα και θέλουμε άμεση απομάκρυνση αυτών από τα βράχια μετά το χτύπημα). Τέλος, προσέξτε τη σωστή φορά τυλίγματος του σχοινιού σε κάποια μοντέλα, γιατί εάν γίνει λάθος, τότε στο πρώτο τράβηγμα, αντί να ξετυλιχτεί το σχοινί, θα βρεθείτε με ένα καλά σφιγμένο μουλινέ.
 
• Καμάκι: Συχνά ακούμε ότι όσο μεγαλύτερη είναι η μάζα του βέλους, τόσο αυξάνεται και η
ικανότητα διατρητικότητάς του. Στην πραγματικότητα η παραπάνω άποψη αποτελεί τη μισή αλήθεια. Γιατί ναι, όσο πιο βαριά είναι η βέργα, τόσο μακρύτερα θα ταξιδέψει και με μεγαλύτερη δυνατότητα κρούσης, όμως μόνο στην περίπτωση που υπάρχουν και οι ανάλογες προϋποθέσεις. Δηλαδή, το ίδιο το όπλο να μπορεί να την υποστηρίξει -να της δώσει τη σωστή ταχύτητα. Αυτό με απλά λόγια σημαίνει ότι χρειάζεται μάζα πολλαπλάσια ενός όπλου για να μπορέσει να αποσβέσει και κατ' επέκταση να εκμεταλλευτεί (να περάσει στη βέργα) το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειας που θα δημιουργηθεί από τη μεγάλη ισχύ των πολλών ελαστικών και της βαρύτερης βέργας (δράση - αντίδραση).
Κι όταν μιλάω για μάζα όπλου αναφέρομαι σε αρκετά κιλά (3, 4, 5 ή και περισσότερα, αναλόγως το μήκος όπλου) που χρειάζονται για να μπορέσει μια 8άρα να ταξιδέψει αξιοπρεπώς προς τον στόχο. Αυτό, όσο και αν ακούγεται υπερβολικό, μπορεί να το διαπιστώσει κάποιος μόνο εάν δοκιμάσει πολλά και διαφορετικά όπλα σε σταθερές σχετικά συνθήκες (σκοποβολή σε σταθερό στόχο και σε μετρημένη απόσταση από αυτόν).

Επιλέγοντας σχήμα αιχμής
Ως γνωστόν, το μικρότερο σχήμα στον κύκλο είναι το τρίγωνο. Μια τριγωνική αιχμή βέλους είναι ό,τι αποτελεσματικότερο για βολές στο μπλε, όχι όμως και στην τρύπα, μιας και χαλάει εύκολα το σχήμα της όταν έρχεται σε επαφή με τα βράχια.
Η τετράκοπη αιχμή είναι μια πιο ενδιάμεση λύση όταν πρόκειται για μικτό κυνήγι. Αντέχει σαφώς περισσότερο στην κρούση, ενώ από άποψη διάτρησης είναι πολύ κοντά σε μια τρίκοπη. Φρεζαριστές, δίφτερες, τρίκοπες - τετράκοπες βέργες, αποτελούν ό,τι πιο απόλυτο και αποτελεσματικό για το «υπερόπλο» του αγκουατίστα-καρτερίστα.
Από την άλλη, μια κλασική «σφαιρική» αιχμή, με ελαφρύ ή και καθόλου φρεζάρισμα για το φτεράκι, αποτελεί ίσως την ιδανικότερη επιλογή όταν το βέλος πρόκειται να... φλερτάρει συχνά με τα βράχια.
Έχω δει με τα μάτια μου 100άρι μάζας 3,3 κιλών (η μάζα του όπλου μετριέται πάντα χωρίς βέργα και λάστιχα), να στέλνει στον στόχο 8άρα 140 εκ. με ξεκάθαρα καλύτερα αποτελέσματα διάτρησης από άλλα όπλα, μήκους 125 και 130 εκ., στα 5,5 μέτρα από την άκρη του βέλους.
Το τι γινόταν στην προκειμένη περίπτωση νομίζω πως είναι ξεκάθαρο. Τα μακρύτερα όπλα προσπαθούσαν να στείλουν τις βαρύτερες βέργες τους (8άρες 160 εκ.), όμως η μικρή αναλογικά μάζα τους (2,5 έως 3 κιλά) τους στερούσε τη δυνατότητα να φορτώσουν την απαιτούμενη «δύναμη» σε λάστιχα, ώστε να το επιτύχουν αυτό. Ειδικότερα, η μεγαλύτερη μάζα της βέργας ήταν εις βάρος των συγκεκριμένων όπλων (μην παραβλέπουμε το γεγονός ότι η μεγαλύτερη διάμετρος-επιφάνεια μιας χοντρύτερης βέργας έχει και μειονέκτημα κατά τη διάτρηση, όσον αφορά την αντίσταση που ασκείται σε αυτήν από τις τριβές).
Η πραγματική διαφορά, βέβαια, μεταξύ των προαναφερόμενων όπλων, όσον αφορά την αποτελεσματικότητά τους απέναντι σε «ζωντανούς στόχους», είναι πολύ μεγαλύτερη από το φαινομενικό ζήτημα της διάτρησης, αφού το πρώτο (το 100άρι με τη σημαντικά κοντύτερη 8άρα) για να καταφέρει να πετύχει μεγαλύτερη διάτρηση από τα υπόλοιπα, φανταστείτε πόσο ταχύτερα στέλνει τη βέργα του στον στόχο, ώστε να αντισταθμίσει τη συγκριτικά ελλιπή μάζα της μικρότερης βέργας. Πράγμα ουσιαστικότερο όταν μιλάμε για πραγματικές συνθήκες κυνηγιού, π.χ. μια συναγρίδα σε βολή από σεβαστή απόσταση...
To σχήμα της αιχμής του βέλους επίσης, είναι ένας σημαντικός παράγοντας που θα επηρεάσει αναλόγως τη διάτρησή του (βλέπε σχετικό ένθετο).
Σε κάθε περίπτωση, πριν ξεκινήσετε το ψάρεμά σας φροντίστε για την άριστη κατάσταση της αιχμής και του βέλους σας γενικότερα. Επίσης, χρήσιμο είναι η τελευταία σκάλα όπλισης να είναι όσο το δυνατόν πιο πίσω, κοντά στην οροφή του μηχανισμού της σκανδάλης. Τέλος, το ή τα φτεράκια καλό είναι να παρουσιάζουν ένα σχετικά χαμηλό προφίλ στο σώμα της βέργας, αφού έτσι αφενός συμβάλλουν τα μέγιστα υπέρ της διάτρησης, και αφετέρου δημιουργούν μικρότερο σκίσιμο όταν η βολή γίνεται στα «ψαχνά» του θηράματος, ελαχιστοποιώντας τις πιθανότητες ξεψαρίσματος (στις μονόφτερες βέργες).

Το λαστιχοβόλο ήρθε για να μείνει!
Λάστιχα: η κινητήρια δύναμη της βέργας
Συντελεστή όπλισης στην πραγματικότητα ονομάζουμε την επιμήκυνση του ελαστικού. Έτσι, όταν λέμε π.χ. συντελεστή 3, εννοούμε το μήκος του λάστιχου +2 φορές επιμήκυνση του αρχικού αυτού μήκους. Όλα τα λάστιχα που έχω πιάσει στα χέρια μου ως τώρα (και έχω δοκιμάσει σχεδόν τα πάντα), σε πραγματικές συνθήκες δουλεύουν με όριο (χονδρικά) το 3,1 - 3,2 (εξαίρεση αποτελεί μια συγκεκριμένη ποιότητα ελαστικού που δοκιμάζω εδώ και λίγο διάστημα).
Και λέγοντας πραγματικές συνθήκες, εννοώ ότι ένα όπλο θα μείνει συνήθως οπλισμένο για 30 ή και περισσότερα λεπτά, χωρίς να ρίξει τουφεκιά. Κοντύτερα λάστιχα στο πέρασμα του προαναφερόμενου χρόνου στην πραγματικότητα δεν θα δώσουν περισσότερη δύναμη, αφού θα παρουσιάσουν σημαντική πτώση της αρχικής-φαινομενικής δύναμης, της τάξης του 15-20%, θα μας ανεβάσουν επιπλέον παλμούς άδικα κατά τη διαδικασία όπλισης (όπως προείπα αυτή η παραπάνω δύναμη δεν θα αξιοποιηθεί, αφού θα χαθεί με το πέρας του πρώτου μισάωρου), και φυσικά θα φθαρούν γρηγορότερα (θα αντέξουν λιγότερα ψαρέματα).
Θυμάμαι λίγα χρόνια πίσω, όταν πηγαίναμε στον στόχο με τα όπλα μας να έχουν λάστιχα κομμένα σε συντελεστές της τάξης του 3,5... Και ναι, ρίχναμε απίστευτες τουφεκιές σε πρώτο χρόνο. Μόνο που δεν ξέραμε το πόσο πλανεμένοι ήμασταν. Αυτό το αντιληφθήκαμε με πίκρα αργότερα στη θάλασσα, όταν διαπιστώναμε τελικά ότι το όπλο δεν έριξε όπως περιμέναμε (και το ψάρι χαμένο φυσικά). Αυτά μπορέσαμε να τα κατανοήσουμε καλύτερα λίγο αργότερα, μελετώντας τα εκτενή άρθρα του κ. Μπέκα εκ Θεσσαλονίκης... Τον άνθρωπο δεν τον γνωρίζω προσωπικά, όμως θεωρώ πως τα εύσημα πρέπει να αποδίδονται εκεί που πρέπει. Καθότι άπιστος Θωμάς ή αν προτιμάτε... πειραματικός τύπος, σύντομα διαπίστωσα και ιδίοις όμμασι (στο γνωστό αγαπημένο μας φελιζόλ) πόσο δίκιο είχε ο κ. Μπέκας.
Κατά το κόψιμο των ελαστικών υπολογίστε ότι μετά τη διαδικασία στρωσίματος (1 ψάρεμα) τα λάστιχα θα παρουσιάσουν μια μικρή πλαστική παραμόρφωση (μόνιμο ξεχείλωμα) της τάξης του 0,1. Έτσι, αν αρχικά κόπηκαν στο 3,2, τελικά θα καταλήξουν να δουλεύουν στο 3,1 περίπου.
Σημαντικότατο είναι να προτιμάτε την υποδιαίρεση της δύναμης των ελαστικών σε όσο το δυνατόν λιγότερα μέρη. Είναι αποδοτικότερο (εάν μπορεί φυσικά να τα οπλίσει ο χρήστης) να τοποθετηθούν π.χ. 2x19 από 3x16 (πάντα στον ίδιο συντελεστή και ποιότητα κατασκευής ελαστικού). Αυτό γιατί η υδροστατική πίεση αλλά και οι τριβές (όταν τα λάστιχα εφάπτονται ή ακόμα χειρότερα «καβαλάνε» το ένα το άλλο) αποτελούν παράγοντες που θα επηρεάσουν αρνητικά περισσότερο το λεπτότερο και πολυλάστιχο σχήμα, αλλά και γιατί η συνολική δύναμη θα μοιραστεί σε λιγότερες σκάλες όπλισης.
Προσέξτε και κάτι ακόμα. Δεν υπάρχουν λάστιχα μαλακά ή σκληρά, αλλά δυνατά και λιγότερο αποδοτικά (δυστυχώς, αν προσδοκάς δύναμη από το λάστιχο θα πρέπει και να δώσεις). Ούτε κάποια που είναι γραμμικά και άλλα που εκτονώνονται απότομα. Το αναφέρω αυτό γιατί συχνά γίνεται λόγος στις ιδιότητες διάφορων ελαστικών με τους παραπάνω χαρακτηρισμούς, τους οποίους επιτρέψτε μου να τους χαρακτηρίσω «άστοχους».
Το λάστιχο είναι ένα ομοιογενές υλικό στη δομή του. Δεν θα επεκταθώ, όμως, περισσότερο σε αυτό. Για τυχόν απορίες, απευθυνθείτε στους ειδικούς (προτείνω Μπέκα και Demka)...

Επίλογος
Ολοκληρώνοντας το άρθρο, εύχομαι να βρήκατε ενδιαφέρουσες κάποιες από τις παραπάνω πληροφορίες και να μην έγινα κουραστικός. Αν μάλιστα προέκυψε προβληματισμός και διάθεση για πειραματισμό, τότε θεωρώ ότι πέτυχα τον στόχο μου.
Αυτό που πρέπει να θυμάστε είναι ότι το ψαροτούφεκο είναι ένα σύστημα που απαρτίζεται από επιμέρους στοιχεία, τα οποία αλληλεπιδρούν το ένα στο άλλο (βέργα, λάστιχα, μηχανισμός σκανδάλης κ.λπ.). Όποια επέμβαση για βελτίωση και αν κάνουμε, θα πρέπει αυτή να «εναρμονίζεται» με τα υπόλοιπα στοιχεία του όπλου (δεν είναι ωφέλιμο να υπερφορτώσουμε σε δύναμη ένα συμβατικό όπλο, γιατί μπορεί να έχουμε κάμψη του σωλήνα ή υπερβολική ανάκρουση, και κατ' επέκταση μπόλικες αστοχίες).
Μια χρήσιμη ιδέα, ιδιαίτερα για την τσέπη μας, πριν από την αγορά ενός όπλου, εάν υπάρχει η δυνατότητα είναι να δανειστείτε το μοντέλο που σας ενδιαφέρει από κάποιο φίλο (τώρα πλέον υπάρχουν διαθέσιμα για δοκιμή και από κάποιες εταιρείες).
Δοκιμάστε, συγκρίνετε, ακούστε τις γνώμες των άλλων, και κρίνετε με βάση την τεκμηρίωση των λεγομένων τους. Να θυμάστε ότι το ζήτημα «όπλο» είναι και υποκειμενικό, αφού εξαρτάται από τις προσωπικές ανάγκες ή συνήθειες του καθενός. Ευτυχώς, σήμερα στην αγορά υπάρχει πληθώρα ποιοτικότατων προϊόντων. Μάλιστα ορισμένα από τα κορυφαία της παγκόσμιας αγοράς ανήκουν σε ελληνικές εταιρείες. Αναζητήστε τα και μόνο κερδισμένοι θα βγείτε.

thalassamedia.gr

ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΚΑΙ Ο ΒΥΘΟΣ ΣΤΟ INCHIKU

thema-vathous-01 Οι αξιοσημείωτες δυνατότητες του inchiku πολλαπλασίασαν τις επιτυχίες μας στο κάθετο ψάρεμα (vertical), γεγονός όμως που μας βάζει σε δίλημμα, μιας και πρέπει να προχωρήσουμε σε δύσκολες επιλογές, όπως εκείνη ανάμεσα σε ένα βαρύ jig και ένα κυματιστό μολύβι με χταπόδι. Όμως όλα είναι θέμα βάθους, συνδυασμένου με τη μορφολογία του βυθού και τα πιθανά θηράματα.

Το jigging και το inchiku δημιούργησαν ένα πραγματικό πλήθος οπαδών που εξασκεί αυτόν τον τρόπο ψαρέματος συνεχώς. Πρόκειται για ψαράδες που πίστεψαν σε αυτές τις τεχνικές και κατάφεραν να εκμεταλλευτούν όλες τις δυνατότητές τους, βλέποντάς τες όχι σαν λύσεις ανάγκης για να τις εφαρμόσουν εναλλακτικά όταν ή συρτή ή η καθετή δεν αποδίδει, αλλά εκτιμώντας τη φιλοσοφία τους και αναλύοντας όλες τους τις απόψεις. Γιατί το vertical jigging και το inchiku μπορούν να συνδυαστούν και να εναλλάσσονται ανάλογα με την περίσταση.

Αντιμετωπίζοντας μια ξέρα
Οι βραχώδεις σχηματισμοί που ανυψώνονται στους αμμώδεις βυθούς είναι το καταλληλότερο περιβάλλον για οποιοδήποτε είδος ψαρέματος. Πραγματικές οάσεις ζωής στη μέση της θάλασσας, δημιουργούν ένα πλήρες οικοσύστημα που φιλοξενεί από τα πιο μικρά ψάρια μέχρι τα μεγάλα αρπακτικά, περιλαμβάνοντας όλα τα είδη που ζουν μόνιμα σε βραχώδεις και λασπώδεις βυθούς.
MW-INCHIKU-ADDITIONAL Υπάρχουν ξέρες όλων των ειδών, αλλά για να καταλάβουμε πώς πρέπει να τις αντιμετωπίζουμε όσο γίνεται καλύτερα με τις εν λόγω τεχνικές πρέπει να φανταστούμε μια ιδανική ξέρα (όνειρο κάθε ψαρά) με την κορυφή της να φτάνει στα 20-25 μέτρα από την επιφάνεια και τα τοιχώματά της να πέφτουν σε ποικίλους σχηματισμούς μέχρι τα 60-90 μέτρα στη λάσπη.

Η στήλη νερού που βρίσκεται από την επιφάνεια ως τα 20-25 μέτρα φιλοξενεί το μεγαλύτερο μέρος των παράκτιων αρπακτικών των μεσόνερων, μεταξύ των οποίων λούτσοι, μικρά μαγιάτικα και παλαμίδες.
Η κορυφή της ξέρας, κυρίως αν χαρακτηρίζεται από παρουσία μικρών βράχων και ποσειδωνίας, φιλοξενεί μια απίστευτη ποικιλία από ενδιαφέροντα είδη για το ψάρεμα. Βρισκόμαστε μπροστά στο βασίλειο του σαργού, του σκορπιού, του σηκιού, αλλά και της τσιπούρας και του σκαθαριού, που βρίσκονται σε οποιοδήποτε βάθος.
Σε αυτό το στρώμα νερού η δράση των μεταλλικών δολωμάτων όμως δεν φτάνει το μέγιστο της αποτελεσματικότητάς της, όμως με δεδομένη την αφθονία πιθανών ευκαιριών συμφέρει να δοκιμάσουμε χρησιμοποιώντας μικρά jig της τάξης των 60-100 γραμμαρίων, είτε στο βυθό είτε στα μεσόνερα, με πολύ γρήγορο jerk και παράμαλλα όχι πάνω από 0,50. Εναλλακτικά μπορούμε να επιλέξουμε ελαφριά inchiku ως 80 γραμμάρια που πρέπει να τα δουλεύουμε πολύ κοντά στο βυθό.

Κατεβαίνοντας στο δεύτερο στρώμα νερού, από τα 25 ως τα 40-50 μέτρα, μπαίνουμε στην πιο ενδιαφέρουσα περιοχή για το jigging. Το πλήθος των αρπακτικών εμπλουτίζεται με συναγρίδες, μεγάλα και μεσαία μαγιάτικα, και ροφούς, τους τρεις πιο περιζήτητους στόχους των τεχνικών που εξετάζουμε. Το jigging σε αυτό το κομμάτι θάλασσας αρχίζει να παίρνει σάρκα και οστά, αλλά παράλληλα και το ψάρεμα στο βυθό με inchiku γίνεται πιο ενδιαφέρον, στοχεύοντας στα αρπακτικά που αναφέραμε και σε άλλα είδη που σταθμεύουν στο βυθό σε αυτά τα βάθη.
σκαθάρια με inchikuΕδώ τα jig αρχίζουν να γίνονται βαρύτερα, φτάνοντας τα 150-200 γραμμάρια, και τα inchiku τα 120-130 γραμμάρια, ενώ το ψάρεμα αυτών των τελευταίων, αντί να περιορίζεται σε στενή επαφή με τον βυθό, μπορεί να πραγματοποιηθεί και σε 10-15 μέτρα πάνω από αυτόν.

Το τρίτο και τελευταίο στρώμα νερού μιας ξέρας το σκεφτόμαστε ιδανικά ανάμεσα στα 50 και τα 70-80 μέτρα. Πρόκειται για ένα περιβάλλον με σταθερή θερμοκρασία, όπου το φως αρχίζει να φτάνει πολύ φιλτραρισμένο και όλα γκριζάρουν, αλλά παρόλα αυτά δεν βρίσκουμε εδώ λιγότερη ζωή. Μάλιστα, το χειμώνα είναι το κομμάτι θάλασσας που φιλοξενεί τα περισσότερα είδη.
Σε αυτά τα βάθη πρέπει να εντοπίσουμε τις περιοχές όπου συνορεύουν βράχια με λάσπη, προς αναζήτηση πολύτιμων σπαριδών, όπως τα λυθρίνια, ή αρπακτικών του βυθού όπως τα φαγγριά και τα χριστόψαρα.
Εδώ το inchiku φτάνει τη μέγιστη έκφρασή του, είτε αν το δουλεύουμε αργά στο βυθό είτε αν το μαζεύουμε με slow jerk για καμιά δεκαπενταριά μέτρα. Σε κάποια απόσταση από το βυθό μπορούμε να συναντήσουμε είτε συναγρίδες είτε μαγιάτικα και με δεδομένο το μέγεθος των ψαριών που μπορεί να επιτεθούν στα inchiku, αν αποφασίσουμε να τα μαζέψουμε ξεκολλημένα από το βυθό, πρέπει απαραίτητα να μεγαλώσουμε τα assist.
Στο ψάρεμα έχει παρατηρηθεί ότι συχνά κάποια είδη, μεταξύ των οποίων η συναγρίδα και το χριστόψαρο, καμιά φορά φαίνεται να ενδιαφέρονται για τα jig, επιτίθενται όμως στα inchiku ή το αντίστροφο. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τη δυνατότητα εφαρμογής και των δύο τεχνικών, που μπορούμε να τις εναλλάσσουμε με μικρότερη ή μεγαλύτερη συχνότητα, φτάνοντας και διαστήματα μίας ή δύο ωρών.

Ας εξερευνήσουμε την ξέρα
Μπορούμε να χωρίσουμε μία φανταστική ξέρα σε τρία στρώματα νερού: Από τα 0 ως τα 25 μέτρα βρισκόμαστε μπροστά στο επιφανειακό στρώμα, όπου στα μεσόνερα ζουν και κυνηγούν πάρα πολλά παράκτια αρπακτικά, ενώ στο βυθό βρίσκουν το φυσικό τους περιβάλλον σαργοί, σκορπιοί, σκαθάρια κ.λπ.
Το δεύτερο στρώμα, που φτάνει μέχρι τα 45-50 μέτρα, είναι εκείνο που αφορά τα αρπακτικά του βυθού, όπως ροφούς και συναγρίδες, και στο οποίο βρίσκουμε τα μεσαία μαγιάτικα, είτε κοντά στο βυθό είτε στα μεσόνερα. Κατεβαίνοντας κι άλλο, συνεχίζουμε να βρίσκουμε τα κλασικά αρπακτικά του βυθού, αλλά σε αυτά προστίθενται και χριστόψαρα και φαγγριά, ενώ στη λάσπη και στα μικρά μεμονωμένα βράχια υπάρχουν και λυθρίνια.
ψάρια της ξέρας

Αμμώδεις βυθοί και μεμονωμένα βράχια
Οι άλλες δύο κλασικές περιστάσεις για αυτές τις τεχνικές αντιπροσωπεύονται από αμμώδεις βυθούς, με μικρούς ασβεστούχους σχηματισμούς, και από βυθισμένα μεμονωμένα βράχια.
inchikuΣτην πρώτη περίπτωση πρέπει να αποκλείσουμε το jigging, αφού δεν υπάρχουν οι βασικές κυνηγετικές συνθήκες για να είναι αποτελεσματική αυτή η τεχνική, εκτός αν βλέπουμε στο βυθόμετρο έντονα σημάδια από μεγάλα ψάρια που κυνηγούν. Αντίθετα, το inchiku, αν το δουλέψουμε κοντά στο βυθό ή ξυστά σε αυτόν, μπορεί να είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικό, γιατί σε αυτούς τους βυθούς είναι που μπορούμε να συναντήσουμε λυθρίνια, φαγγριά, καπόνια, σαργούς και πολλά άλλα είδη.
Τα μεμονωμένα βράχια πάλι μπορούν να αποτελούν πραγματικές οάσεις στη μέση της θάλασσας. Τα πιο πυκνοκατοικημένα είναι εκείνα που βρίσκονται σε βάθος πάνω από 50 μέτρα και αν είναι αρκετά μεγάλα αντιπροσωπεύουν τον ιδανικό τόπο ψαρέματος και για jigging και για inchiku. Γύρω και πάνω από το βράχο μπορούμε να κάνουμε jerking ψάχνοντας μαγιάτικα, συναγρίδες και φαγγριά, ενώ η λάσπη γύρω-γύρω είναι το ιδανικό φυσικό περιβάλλον για όλα τα ψάρια που τρέφονται σκαλίζοντας τον αμμώδη βυθό, δηλαδή την περιοχή κυνηγιού του inchiku.

Κάποιες συχνές ερωτήσεις

Για να αποφύγουμε να σκαλώσει το inchiku στο βυθό, μπορούμε να αφαιρέσουμε τα πίσω αγκίστρια και να το αρματώσουμε με ένα assist μπροστά σαν jig;
Το inchiku γεννιέται με μία δική του ιδιαίτερη δομή, αποτελούμενο από ένα λογχοειδές μολύβι μπροστά και ένα χταπόδι αρματωμένο με αγκίστρια πίσω. Αυτή η δομή τού επιτρέπει ένα ιδιαίτερο κατέβασμα και ανέβασμα, που είναι αυτή καθαυτή η βάση της λειτουργίας του. Εξαλείφοντας τα αγκίστρια από το χταπόδι και βάζοντας ένα assist μπροστά, το inchiku θα γινόταν παρόμοιο με jig και θα έπρεπε να το μαζεύουμε σαν τέτοιο. Αν είναι έτσι, καλύτερα να χρησιμοποιήσουμε ένα jig εξοπλισμένο με ένα χταπόδι στο πίσω μέρος.

Τα φαγγριά και τα λυθρίνια, αν τα ψαρέψουμε σε μεγάλο βάθος, μπορούμε να τα απελευθερώσουμε χωρίς να υποστούν ανεπανόρθωτη βλάβη;

Αντίθετα με τη συναγρίδα, που όταν τη μαζεύουμε γρήγορα από το βυθό το στομάχι της εξωθείται, δημιουργώντας σοβαρά προβλήματα στην υδροστατική της ισορροπία, με τα φαγγριά και τα λυθρίνια δεν υπάρχει τέτοιο πρόβλημα. Αυτά τα δύο είδη, ακόμη και αν τα μαζέψουμε γρήγορα από το βυθό, σχεδόν ποτέ δεν παρουσιάζουν ανάλογα προβλήματα, και αυτό υποδηλώνει ότι μόλις τα αφήσουμε στο νερό μπορούν να ξαναρχίσουν άνετα να κολυμπούν.
 
Όλα τα ψάρια διαθέτουν ικανότητες μιμητισμού;
Σχεδόν όλα τα είδη γεννιούνται με χρώματα που η μητέρα φύση έχει μελετήσει ώστε να είναι όσο το δυνατόν λιγότερο ορατά στο περιβάλλον που ζουν συνήθως. Ακόμη και οι συναγρίδες καταφέρνουν να αλλάζουν το χρώμα της ράχης τους, για να είναι λιγότερο ορατές στα θηράματά τους. Σε αυτά τα αρπακτικά παρατηρούμε δύο ιδιαίτερους χρωματισμούς: ράχη στο μπλε του κοβαλτίου και ασημί πλευρά όταν ζει σε ανοιχτά νερά, σκούρα ράχη και πλευρά με μεγάλες σκούρες λωρίδες όταν ζει σε ποσειδωνία.

 

 

thalassamedia.gr

ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΟΛΩΜΑΤΑ ΓΙΑ INCHIKU

schema6 Πέρασαν περίπου τρία χρόνια από τότε που τα πρώτα inchiku εμφανίστηκαν στα νερά μας. Η τελευταία «μόδα» προέρχεται από τη μακρινή ανατολή και κατάφερε να εδραιωθεί στη συνείδηση των ψαράδων της Μεσογείου σαν ανερχόμενη και πολύ αποτελεσματική τεχνική.

Τα τελευταία χρόνια παρακολουθήσαμε μια πραγματική επανάσταση στο χώρο του ψαρέματος με τεχνητά δολώματα, αλλά κυρίως, το αληθινό φαινόμενο έφτασε κολυμπώντας κάθετα! Πρώτα το vertical jigging τάραξε συθέμελα όλες τις ριζωμένες πεποιθήσεις για τα μεγάλα αρπακτικά, έπειτα το ψάρεμα με τα τεχνητά kabura μάς έδωσε μια αξιόλογη εναλλακτική λύση στον τρόπο που ψαρεύαμε τους σκαλιστές του βυθού και τέλος το inchiku επιβλήθηκε σαν ενδιάμεσο σύστημα. Εξαρχής αυτό το δόλωμα φαινόταν να είναι ο μπαλαντέρ που μπορούμε να χρησιμοποιούμε ανάμεσα στο vertical και το kabura, αλλά με τη ραγδαία εξάπλωσή του, σε συνειδητοποιημένους και μη ερασιτέχνες ψαράδες, αποδείχτηκε «δολοφονικό» σε διάφορες καταστάσεις, αποδεικνύοντας την πολλαπλή του χρησιμότητα, αλλά κυρίως παγιδεύοντας αξιοσέβαστα θηράματα.

Συλλήψεις... 360 μοιρών
ψάρεμα inchikuΠαρόλο που οι προϋποθέσεις έδειχναν μια περιορισμένη προοπτική μόνο για τα θηράματα του βυθού και συγκεκριμένα για λυθρίνια, μικρά φαγγριά, σκαθάρια, δράκαινες, σκορπιούς και άλλα παρόμοια, το inchiku απέδειξε ότι, αν χρησιμοποιηθεί με διάφορους τρόπους, είναι ικανό να πιάσει αδιάκριτα είτε μικρούς σκαλιστές είτε μεγάλα αρπακτικά.
Γεννημένο για να το μαζεύουμε πολύ αργά με ελαφριά τραβήγματα κοντά στο βυθό, έχει δοκιμαστεί και με κινήσεις τύπου jigging, είτε αργές είτε γρήγορες, εναλλάσσοντας μια μακριά και κυματιστή κίνηση με κοφτά τραντάγματα σε γρήγορη ακολουθία, μέχρι το στρώμα των μεσόνερων. Με αυτόν τον τρόπο δέχεται επιθέσεις από συναγρίδες, φαγγριά, μακρύπτερους, μαγιάτικα είτε κοπαδιάρικα είτε μεγάλsyα και ακόμη και τόνους.
Φυσικά, για να αντιμετωπίσουμε δυνατά και βαριά ψάρια πρέπει να τροποποιήσουμε ριζικά την αρματωσιά του, αντικαθιστώντας τα assist που διαθέτει με πιο ευμεγέθη αγκίστρια και πιο ανθεκτικό νήμα.

Ανατομία του δολώματος
Το inchiku δομικά αποτελείται από δύο ξεχωριστά μέρη, έναν κορμό από βαρύ μέταλλο και ένα λαστιχένιο χταπόδι. Ο κορμός, ή κεφάλι, μπορεί να εμφανίζεται σε διάφορα σχήματα, στρογγυλεμένος ή πολυεδρικός, γενικά με μυτερό το μπροστά μέρος και πιο στρογγυλεμένη την ουρά, όπου συχνά βρίσκονται τα μάτια. Το μεταλλικό κεφάλι φιλοξενεί δύο ή περισσότερους κρίκους, από τους οποίους ο ένας βρίσκεται μπροστά και οι άλλοι στο πλάι ή πίσω.

Inchiku-monoamo Το λαστιχένιο χταπόδι στερεώνεται περίπου στη μέση του κορμού ή μέσω ενός κρίκου ή σε μια οπή που περνάει από άκρη σε άκρη το μεταλλικό κεφάλι, μέσω ενός assist με δύο αγκίστρια, ώστε, όταν είναι απλωμένο το δόλωμα, το χταπόδι να βρίσκεται ακριβώς πίσω από το κεφάλι. Αυτό το σύστημα συναρμολόγησης έχει μελετηθεί ειδικά ώστε, όταν το δόλωμα κατεβαίνει στο βυθό, το χταπόδι να αναδιπλώνεται προς την επιφάνεια, αποφεύγοντας να είναι σε επαφή με το βυθό όταν το inchiku ακουμπάει σε αυτόν. Πρόκειται για ένα πολύ αποτελεσματικό σύστημα για να προστατεύουμε τις αρματωσιές από σκαλώματα σε βραχώδεις βυθούς.
Η κεντρική θέση του χταποδιού, εκτός του ότι είναι σχεδιασμένη για να αποφεύγονται τα μπλεξίματα, έχει μελετηθεί ώστε να προσδίδει κυματιστή κίνηση στο δόλωμα, πράγμα που αποτελεί τη βάση της λειτουργίας του. Με αργά ανεβοκατεβάσματα του καλαμιού, το μπροστά μέρος παραμένει στατικό, ενώ το χταπόδι κινείται ανεβαίνοντας και κατεβαίνοντας, δίνοντας έτσι μια ξεκάθαρη εντύπωση ότι είναι ζωντανό. Μάλιστα, φτάνει το ρεύμα, ακόμη και με ακίνητο δόλωμα, για να κινήσει το χταπόδι και να το κάνει ελκυστικό.
Με την πρώτη ματιά το inchiku θα μπορούσε να απεικονίζει ένα μικρό κεφαλόποδο, αλλά το αποτέλεσμα που μπορεί να έχει στα ψάρια είναι σίγουρα άγνωστο, ίσως και επειδή αν το μαζέψουμε γρήγορα παίρνει μια ημικάθετη θέση που μοιάζει περισσότερο με ένα ψάρι σε φυγή. Σε γενικές γραμμές, στο inchiku το μπροστά μέρος παίζει το ρόλο έρματος, για να το κάνει να δουλεύει στο βυθό, ενώ το χταπόδι είναι το στοιχείο που προσελκύει και ξεγελάει το ψάρι.

Δολώματα από σιλικόνη για InchikuΔολώματα από σιλικόνη & Σία
Δεδομένου ότι το ελκυστικό μέρος των inchiku είναι το χταπόδι, ας δούμε πώς μπορούμε να το βελτιώσουμε για να πετύχουμε το μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα.
Οι πρώτες προσπάθειες έγιναν προσθέτοντας λωρίδες καλαμαριού στο εσωτερικό του χταποδιού, ένα εύρημα που έδωσε αμέσως εξαιρετικά αποτελέσματα, ενώνοντας το αρωματικό εφέ του κεφαλόποδου με το οπτικό του τεχνητού. Το να ενώνουμε ένα φυσικό με ένα τεχνητό δόλωμα, όμως, αλλοιώνει τη φιλοσοφία με την οποία γεννήθηκαν αυτά τα δολώματα, οπότε για να εμπλουτίσουμε τα inchiku κάναμε τις πιο διαφορετικές δοκιμές, και τα καλύτερα αποτελέσματα τα επιτύχαμε με τα δολώματα από σιλικόνη.
Η εισαγωγή σιλικονούχων σκουληκιών πρέπει να γίνεται έτσι ώστε το κεφάλι τους να καταλήγει στο εσωτερικό του χταποδιού, για να κάνει πιο ομοιογενές το δόλωμα και να μειωθούν στο ελάχιστο οι περιστροφές. Τα σιλικονούχα σκουλήκια τα καρφώνουμε στα δύο αγκίστρια και τα κρύβουμε καλά με το χταπόδι.
Για σιλικονούχα σκουλήκια μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε είτε αυτά με τη στενόμακρη ουρά είτε εκείνα με τη στριφτή, ενώ εξαιρετικά αποδεικνύονται και τα δολώματα από σιλικόνη που είναι εμπλουτισμένα με φυσικές μυρωδιές και χρησιμοποιούνται πολύ στο spinning στα γλυκά νερά.

Ένα δόλωμα, πολλές τεχνικές
Το inchiku γεννήθηκε για να το μαζεύουμε αργά κοντά στο βυθό. Mε αυτό το σύστημα, το δόλωμα κυματίζει αργά μιμούμενο από όλες τις απόψεις ένα μικρό κεφαλόποδο που κολυμπάει. Με αυτόν τον τρόπο πλεύσης, όμως, που προσδίδει στο τεχνικό ένα κάπως στατικό κολύμπι, αρκετές φορές τα ψάρια υποψιάζονται και δεν προχωρούν σε επίθεση. Αν σε αυτήν την κίνηση προσθέσουμε μικρά τραβήγματα χωρίς να μαζεύουμε, το τεχνητό «ζωντανεύει», παραμένοντας συγχρόνως κοντά στο βυθό. Συνδυάζοντας επίσης ένα αργό μάζεμα, το δόλωμα κινείται και κάθετα με μια κυματιστή κίνηση, με μικρές αναπηδήσεις προς τα πάνω.
βασικές κινήσεις του inchikuΑυτές είναι οι βασικές κινήσεις του inchiku, που μπορούμε όμως να τις διευρύνουμε με φαντασία και δημιουργικότητα. Για παράδειγμα, ένα ελαφρύ jigging με κυματιστές κινήσεις και αργά μαζέματα κινεί το δόλωμα και οριζόντια και κάθετα, αρχίζοντας να δίνει την ιδέα ενός θηράματος που πάει να ξεφύγει. Και το κλασικό jigging, με short jerk σε διάφορες ταχύτητες, φαίνεται να είναι πολύ αποτελεσματικό, ακόμη και με μαζέματα ως τα μεσόνερα. Ακόμα και το να κρατάμε το δόλωμα στην κάθετο παρασυρμένο από την κίνηση της βάρκας είναι ένα από τα πιο απλά συστήματα για να χρησιμοποιήσουμε το inchiku, που συχνά «πιάνει», ακόμη και ακίνητο...

ΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ INCHIKU

inchiku-22 Δεν είναι vertical jigging, ούτε και kabura jigging σε hard εκδοχή, αλλά μια τεχνική με τη δική της μοναδική φυσιογνωμία, γοητευτική, προκλητική, και όπως όλες οι παραλλαγές του ψαρέματος αλά ιαπωνικά, σε εμπλέκει παράφορα. Καλωσορίζουμε τη μανία για το inchiku… όμως αλά ιταλικά!

Όταν το βλέπουμε μας εμπνέει εμπιστοσύνη, για να το αγοράσουμε χρειάζεται πραγματικά μόνο μια στιγμή, για να το ρίξουμε στη θάλασσα, τουλάχιστον τις πρώτες φορές, χρειάζεται θάρρος. Δεν είναι εύκολο για έναν ψαρά, που είναι συναισθηματικά αναστατωμένος από το vertical jigging και ίσως παρασυρμένος από το kabura jigging, να υιοθετήσει μια καινούρια τεχνητή παραξενιά που προέρχεται από την άπω ανατολή. Όχι, δεν είναι καθόλου απλό να τα ξαναβάλουμε όλα υπό συζήτηση ακόμη μια φορά, να ανοίξουμε νέες προοπτικές πιασίματος, να τελειοποιήσουμε μια διαφορετική μέθοδο ψαρέματος, που ναι, έχει κάποιες αναλογίες με το vertical και με το kabura jigging που μόλις αναφέραμε, αλλά που στην πραγματικότητα είναι μια ξεχωριστή τεχνική, με τους κανόνες της, τον εξοπλισμό της και….τα ψάρια της.
Το inchiku είναι μια ψαρευτική φιλοσοφία σε καθαρό Japan style, που εκμεταλλεύεται ένα λαστιχένιο χταπόδι και ένα σίδερο που τα κινούμε όπως πρέπει, για να προσελκύσουμε και να οδηγήσουμε στην επίθεση ένα ευρύ δείγμα θηραμάτων, στα πιο διαφοροποιημένα περιβάλλοντα.

Τι είναι
Πολύ απλό στη σκέψη, φαινομενικά μπανάλ στην εμφάνιση, αυτό το τεχνητό έχει μια καρδιά εκκεντρικής ευφυΐας, όπου σίδερο και λάστιχο συνεργάζονται για να δώσουν υπόσταση σε ένα δόλωμα στο οποίο λείπει μόνο η δική του ψυχή: και εδώ βρίσκεται ο ρόλος του ψαρά! Το inchiku πρέπει, πράγματι, να περιστρέφεται στο ρεύμα με μια διακεκομμένη πορεία προς τα πάνω, καμιά φορά αργή, καμιά φορά πιο γρήγορη, αλλά ποτέ υπερβάλλοντας σε ταχύτητα.
Εξοπλισμός ichikuΤο να περιγράψουμε με λέξεις αυτό που ίσως μόνο ένα βίντεο θα μπορούσε να ξεκαθαρίσει, δεν είναι απλό, αλλά ας προσπαθήσουμε να το κάνουμε έτσι κι αλλιώς: το να κινούμε ένα inchiku σημαίνει να περνάμε το χρόνο μας με μηχανισμό και καλάμι, δηλαδή να επιβάλλουμε ένα κοφτό κυμάτισμα στην κορυφή και να γυρνάμε τη μανιβέλα περίπου μία φορά κάθε ένα/ενάμισι δευτερόλεπτο. Καμία σχέση με την τυπική κίνηση jerking του vertical jigging: το κολύμπι του δολώματός μας θα πρέπει πράγματι να είναι πολύ πιο soft, σχεδόν κινούμενο με «τον καρπό» τολμώ να πω…
Όπως ισχύει για το jig, έτσι και το inchiku πρέπει να δουλεύει κοντά στην κάθετο της βάρκας, αν και με έντονο αρόδο αυτό δεν είναι πάντα δυνατό, αλλά ουσιαστικά δεν είναι μεγάλο πρόβλημα: πρέπει σίγουρα να προσπαθήσουμε και να ξαναπροσπαθήσουμε, μεθοδικά, επιθυμώντας να διασχίσουμε καινούριους δρόμους χωρίς βιασύνη.
Οι πολυάριθμες αρχικές αποτυχίες, πριν φτάσουμε να έχουμε μια σχετική συνέπεια στα πιασίματα, θα διαμορφώσουν τη σχέση μας με αυτήν την τεχνική, στην οποία τα διάφορα στάδια δεν μπορούν να προσπεραστούν.

Στρατηγική κατά παραγγελία
Ας ξεχάσουμε για μια στιγμή την επιθετική προσέγγιση του vertical jigging, που συχνά έχουμε παρομοιάσει με πραγματικό κυνήγι, και ας βυθιστούμε αντίθετα σε μια δραστηριότητα με πιο ήρεμους ρυθμούς, όπου η αναζήτηση του θηράματος δεν θα πρέπει να σχεδιάζεται μόνο σε σχέση με τα σημάδια του βυθόμετρου. Εδώ θα πρέπει να αντιμετωπίζουμε τα καλά σημεία για ψάρεμα με υπομονή και σχολαστική στρατηγική, περιοδεύοντας, μαθαίνοντας να βυθομετρούμε μεγάλα κομμάτια θάλασσας, συχνά μακριά από τα βράχια. Μόνο έτσι θα καταφέρουμε να τελειοποιήσουμε την τεχνική, που αν την εξασκήσουμε σωστά θα μας επιτρέψει να πιάσουμε και αποφασιστικά αρπακτικά και εκπληκτικά ψάρια που σκαλίζουν inchikuστο βυθό, που ίσως ασυναίσθητα παραμερίσουν τη χαρακτηριστική τους πονηριά για να επιτεθούν σε αυτό το… επιτηδευμένο τεχνητό.
Για τον εξοπλισμό θα πρέπει να προσανατολιστούμε σε εξειδικευμένα προϊόντα: πράγματι, το καλάμι για inchiku, έχει μια απαλή και προοδευτική καμπύλη, που επιτρέπει μια ιδιαίτερα συμβιωτική επαφή με το δόλωμα, και συγχρόνως επιδεικνύει δύναμη σε περίπτωση που ένα ωραίο ψάρι καταλήξει στα αγκίστρια μας.
Συνήθως τα καλάμια για inchiku που είναι κατάλληλα για το σκοπό μας έχουν μήκη από 180 ως 200 εκ., και αντέχουν φρένο ανάμεσα στα 2,5/3 kg. Σε κάποιες περιπτώσεις, όμως, σε περιοχές ψαρέματος με ιδιαίτερα τραχύ βυθό, όπου η συνάντηση με μεγάλα μη αποδημητικά θηράματα βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε καλάμια για light jigging, τα οποία χάνουν λίγο σε ευαισθησία όσον αφορά την επαφή με το ίδιο το inchiku, έχουν όμως ελαφρώς περισσότερο νεύρο για να χειριστούμε καλύτερα τη μάχη. Ίσα ίσα για να κάνουμε κάποιες αναφορές σε αυτά τα τελευταία, ένα καλάμι για light jigging, με jig weight 120 γρ. για παράδειγμα, είναι ικανό να χειριστεί inchiku 160 γρ., και ίσως να αντέξει φρένο 4/5 kg, μια τιμή που θα βοηθήσει αρκετά στο πρώτο φευγιό του ψαριού.

Εξοπλισμός κατά παραγγελία
Όπως έγινε με το vertical jigging, και με το inchiku έχουμε το συνηθισμένο δίλημμα για το μηχανισμό: τι να χρησιμοποιήσουμε, σταθερό ή περιστρεφόμενο; Σίγουρα ο δεύτερος ενδείκνυται πολύ περισσότερο για αυτήν τη συγκεκριμένη περίσταση, γιατί επιτρέπει πραγματικά εξαιρετικό έλεγχο του δολώματος.
Ένας δυνατός μηχανισμός low profile (διακριτικού προφίλ) αυστηρά για θάλασσα, είναι ό,τι καλύτερο μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε, ή, πάντα σε περιστρεφόμενο, είναι εξαιρετικοί και οι μικροί round profile (με κλασικό στρογγυλεμένο σώμα) που έχουν σχεδιαστεί επί τούτου, εφοδιασμένοι με εξαιρετικά ευαίσθητο και ακριβές φρένο.
Όποιος δεν μπορεί με τίποτα να απαρνηθεί τον σταθερό μηχανισμό, μπορεί να χρησιμοποιήσει κάποιον με μέγεθος γύρω στο 4000, με σχέση μαζέματος από 4,5:1 ως 5,0:1. Οι μηχανισμοί πρέπει να γεμίζονται με λεπτά νήματα τάξης 15, 20 ή 30 λιμπρών, στις πιο οριακές καταστάσεις.
Το παράμαλλο, απαραίτητο, θα κυμανθεί όσον αφορά την διάμετρο από 0,40 ως 0,50, ακόμη και σε fluorocarbon, και θα έχει μήκος περίπου 6 μέτρα, συνδεδεμένο στο νήμα με έναν κόμπο τύπου Tony Pena ή οποιονδήποτε άλλο ειδικό για αυτόν τον σκοπό.

Πώς να μοντάρουμε ένα Inchiku
Η σύνδεση ενός inchiku στο παράμαλλο μπορεί να γίνει με 3 τρόπους.

inchikuinchiku

Δένοντας το ίδιο το inchiku κατευθείαν στο παράμαλλο. Το πλεονέκτημα εδώ είναι ότι έχουμε μεγαλύτερο έλεγχο του δολώματος, το μειονέκτημα είναι ότι ένας κόμπος στην απόφυση, εκεί όπου δέχεται τις επιθέσεις το δόλωμα, υπόκειται σε έντονη φθορά κατά τις κινήσεις jerking και θα μπορούσε να σπάσει στο κάρφωμα.

Χρησιμοποιώντας μικρά clip 50/80 λιμπρών. Αυτές οι μικρές παραμάνες είναι εξαιρετικά πρακτικές και λειτουργικές και επιτρέπουν γρήγορη αλλαγή του inchiku. Πρέπει όμως να είναι εξαιρετικής κατασκευής, γιατί διαφορετικά μπορεί να ανοίξουν αναπάντεχα, ενώ το να θυμόμαστε να τις ελέγχουμε κάθε τόσο είναι μια καλή συνήθεια.

Δένοντας το παράμαλλο σε ένα μικρό σταθερό κρίκο (solid ring) και έπειτα, με ένα κρίκο ανοιγόμενο (split) γαντζώνοντας το σύνολο στο δόλωμα. Είναι μια εξαιρετική λύση, μεγάλης αξιοπιστίας, αν και για να αλλάξουμε το δόλωμα πρέπει να επέμβουμε στο split και τις σχετικές πένσες: τίποτα το πολύπλοκο, όμως.

Ψάρια για inchiku
Το δείγμα των θηραμάτων που μπορούμε να πιάσουμε είναι πραγματικά πολύ μεγάλο, και συχνά οι εξορμήσεις μας θα πρέπει να στοχεύουν στα ψάρια που, κάποια συγκεκριμένη στιγμή και σε μια συγκεκριμένη περιοχή, έχουν περισσότερες πιθανότητες να καταλήξουν στα mini assist. Φαγκριά, καπόνια, σκορπίνες, σκαθάρια και παλαμίδες, είναι τα πιο συνηθισμένα ψάρια, ενώ συναγρίδες, ροφοί, ακόμη και μαγιάτικα μεσαίου μεγέθους, αντιπροσωπεύουν το target μεγάλου μεγέθους στο οποίο μπορούμε να στοχεύσουμε, αν και οι συγκινήσεις δεν μετριούνται σε κιλά… ή τουλάχιστον όχι μόνο έτσι.
εξοπλισμός για inchikuΤο να ψαρεύουμε με σαφή-συγκεκριμένο τρόπο, είναι απαραίτητο για να βελτιώσουμε την αποτελεσματικότητα του συνόλου, ώστε να μην ψαρεύουμε με υπερβολικά βαρύ εξοπλισμό, ούτε όμως και με υπερβολικά λεπτά εργαλεία, που σε μερικές περιπτώσεις θα οδηγούσαν αναπόφευκτα στην απώλεια του ίδιου του θηράματος, μαζί με το δόλωμα και ίσως και με το παράμαλλο, πράγμα σίγουρα δυσάρεστο. Φυσικά, σε κάθε strike η συγκίνηση θα είναι υπέρτατη: το να βλέπεις το λυγερό καλάμι να διπλώνει από τις κεφαλιές ενός ωραίου ψαριού και το μικρό μηχανισμό να «καπνίζει» στα φευγιά, είναι μια εμπειρία που πρέπει να ζήσουμε και να απολαύσουμε στο έπακρο.

Σίγουρα η τεχνική είναι ακόμη σε εξέλιξη, και είναι απαραίτητο να την προσαρμόσουμε καλύτερα στο μεσογειακό πλαίσιο: έχουμε λοιπόν να εμβαθύνουμε περισσότερο σε εξοπλισμό, μάχες, προσαρμογή inchiku, προσπάθεια να πιάσουμε ένα συγκεκριμένο είδος θηράματος αντί για ένα άλλο… αλλά, ακριβώς όπως απαιτεί η τεχνική, προχωράμε ήρεμα, προοδευτικά, χωρίς βιασύνη...

thalassamedia.gr

KABURA FISHING

 


Το kabura jigging είναι μια τεχνική που προϋποθέτει μεγάλη συγκέντρωση, αργό (σε σχεδόν εκνευριστικό βαθμό) ψάρεμα και μάζεμα, αλλά που σε όλα τα υπόλοιπα αντιγράφει εντελώς τον μεγαλύτερο αδελφό του, το κλασικό vertical jigging. Αναφέρομαι στην προσέγγιση και στο ψάξιμο των τοποθεσιών, αν και στην περίπτωσή μας πρέπει να προτιμούμε λασπώδεις βυθούς με μικρά διάσπαρτα βράχια, φαράγγια και ελαφρά υψώματα που βρίσκονται σε ομοιόμορφους αμμώδεις βυθούς, γιατί όντως αυτά είναι τα φυσικά περιβάλλοντα για λυθρίνια και φαγκριά.

Σε αυτήν την αναζήτηση θα μας βοηθήσει πάρα πολύ ένα καλό βυθόμετρο, με την κατάλληλη ισχύ, για να μας φανερώνει και την kabura fishingπαραμικρή ανωμαλία στον ομοιογενή βυθό. Εκεί θα πρέπει να επιδείξουμε τη μεγαλύτερη προσοχή. Κατά τα άλλα, αφού εντοπίσουμε την πιο πολλά υποσχόμενη περιοχή και ίσως δούμε στο βυθόμετρο και κάποια διακριτική παρουσία ψαριών στο βυθό (δύσκολο, αλλά όχι αδύνατο, κυρίως όταν τα λυθρίνια σταθμεύουν σε μικρή απόσταση από το βυθό), δεν μένει παρά να αξιολογήσουμε προσεκτικά την κατεύθυνση των ανέμων και των ρευμάτων και να ρίξουμε τις πετονιές μας μέχρι να φτάσουν το βυθό.
Στην Ιαπωνία ψαρεύουν κάνοντας πολύ αργά κάθετα μαζέματα 10-20 μέτρων, για να ξαναβυθίσουν έπειτα όλο το σύστημα προς το βυθό, με βάρκες για ψάρεμα εφοδιασμένες με ένα μεγάλο πανί στην πρύμνη για να αντιμετωπίζουν το αρόδο, όπως είχα την ευκαιρία να εξακριβώσω αυτοπροσώπως στο διάσημο κόλπο του Naruto.
Σε εμάς αυτό το σύστημα δεν παράγει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, αφού τα λυθρίνια και τα φαγκριά σπάνια ανεβαίνουν προς την επιφάνεια - αντίθετα παραμένουν κολλημένα στο βυθό. Προσπαθώντας και ξαναπροσπαθώντας, ανακαλύψαμε ότι είναι εντελώς απαραίτητο να υπάρχει μια μικρή κίνηση αρόδο, καμιά φορά αρκετά δυνατή (1-1,5 κόμβων), παρά απόλυτη ακινησία, έτσι ώστε το kabura να μπορεί να «πετάει» σχεδόν ακολουθώντας το προφίλ του βυθού με μικρές και σύντομες αναπηδήσεις. Εν πάση περιπτώσει σχεδόν μία πολύ αργή συρτή, όπου ο άνεμος και το ρεύμα κάνουν το σκάφος να κινείται. Αλλά προσοχή, αν το αρόδο είναι υπερβολικό πρέπει οπωσδήποτε να ρίξουμε μία μεγάλη πλωτή άγκυρα για να μειώσουμε την ταχύτητα της κίνησης του σκάφους.
Κατά το «πέρασμα» μπορεί να είναι χρήσιμο κάθε τόσο να σταματάμε το kabura στο βυθό, για να το ξαναμαζέψουμε γρήγορα μετά από λίγη ώρα και να προσελκύσουμε με αυτόν τον τρόπο τα πιο απαθή ψάρια και να τα οδηγήσουμε στην επίθεση. Φυσικά, δεδομένου ότι καμιά φορά η γωνία που κάνει η πετονιά είναι αρκετά οξεία θα είναι απαραίτητο να ψαρεύουμε όλοι από την πλευρά της βάρκας που δεν χτυπάει το ρεύμα, για να αποφύγουμε να τριφτεί το νήμα κάτω από την πρύμνη.

Αργές και ρυθμικές κινήσεις
Ας δούμε τώρα κάποιες μεταβλητές του μαζέματος των kabura, ανάλογα με τα μέρη και τα είδη που ψαρεύουμε:


Σε βαθιά νερά
kabura fishing 
Μιλάμε για νερά με μεσαίο και μεγάλο βάθος από 70 μέχρι τα 120 μ. και παραπάνω, με λασπώδες υπόστρωμα από όπου μπορεί να αναδύεται κάποιο ύψωμα, είτε βραχώδες είτε ιζηματογενές. Ένα χαρακτηριστικό που οδηγεί κάποια ψάρια, όπως για παράδειγμα τους μπαλάδες και τα σκαθάρια, να συγκεντρώνονται σε μεγάλο αριθμό πάνω από το βυθό, με τη μουσούδα στραμμένη στο ρεύμα, έτοιμα να τραφούν με μικροοργανισμούς ή υπολείμματα τροφής που προέρχονται από τα πιο βαθιά κρύα νερά.
Σε αυτήν την περίπτωση έχουμε ένα ιδανικό σημείο ψαρέματος αρκετά συγκεκριμένο και σχετικά περιορισμένο, όπου βλέπουμε τέλεια τα σημάδια των ψαριών που είναι ξεκολλημένα από το βυθό. Γι’ αυτό θα πρέπει να ελέγξουμε το ρεύμα και την κίνηση αρόδο με μεγάλη ακρίβεια, ώστε να βρεθούμε ακριβώς στην κάθετο του κοπαδιού. Σε αυτήν την περίπτωση, μόλις το kabura μας αγγίξει το βυθό, θα πρέπει όντως να κάνουμε ένα αργό αλλά σταθερό μάζεμα προς την επιφάνεια (μια περιστροφή του μοχλού ανά δευτερόλεπτο), έτσι ώστε να καταφέρουμε να διασχίσουμε με το δόλωμά μας με απόλυτη ακρίβεια την μπάλα των ψαριών (Σχήμα Α).

Σε επίπεδους βυθούς
kabura fishing 
Είναι η πιο κανονική κατάσταση, εκείνη όπου κατά 80% ενδείκνυται να εξασκούμε αυτήν την τεχνική, η οποία βασίζει το μεγαλύτερο μέρος της αποτελεσματικότητάς της στο συνεχές ψάξιμο για καινούριες περιοχές. Πράγματι, λίγοι ψαράδες θα προσελκύονταν από έναν αμμώδη και επίπεδο ομαλό βυθό που με την πρώτη ματιά μοιάζει με έρημο. Και όμως, φτάνουν μικρές βαθυμετρικές διαφορές ή λίγες διάσπαρτες πέτρες στο βυθό, που δεν είναι σημειωμένες σε κανέναν ναυτικό χάρτη, για να μεταμορφώσουν αυτές τις «ερήμους» σε οάσεις πλούσιες σε ζωή.
Σε αυτούς τους βυθούς, σταθμεύουν ψάρια του βυθού όπως καπόνια, λυθρίνια, και διάφορα είδη πλατύψαρων, και για την περίπτωσή τους η αποτελεσματικότερη τεχνική είναι το σύρσιμο του kabura στο βυθό, για αρκετά μέτρα, που έτσι σηκώνει ένα μικρό συννεφάκι. Εναλλάξ, το kabura θα πραγματοποιεί μικρά πηδηματάκια που τα κάνουμε σηκώνοντας ψηλά το καλάμι, ίσα ίσα για να ανυψωθεί το τεχνητό από το βυθό και να γίνει πιο δελεαστικό και άμεσα ορατό ακόμη και από μακριά.
Είναι ένα πολύ στατικό μάζεμα που μπορεί να πραγματοποιηθεί ακόμη και με το καλάμι τοποθετημένο στην καλαμοθήκη, με την ελαστικότητα της κορυφής να κινεί το kabura. Φυσικά, αυτό είναι δυνατό μόνο σε μεγάλα κομμάτια βυθού, χωρίς κάθε είδους εμπόδια (Σχήμα Β).
 
Σε ακανόνιστους βυθούς
ακανόνιστος βυθός 
Μια περαιτέρω εξέλιξη, και η επακόλουθη προσαρμογή αυτής της τεχνικής στη Μεσόγειο και στους βυθούς και τα ψάρια της, μας έκανε να ανακαλύψουμε ότι τα kabura λειτουργούν ακόμη και έξω από τα κλασικά ιαπωνικά πρότυπα που χαρακτηρίζονται από πολύ αργά μαζέματα αποκλειστικά σε λασπώδεις βυθούς. Έτσι, ακόμη και σε μεικτούς βυθούς, με ιζήματα ή με διάσπαρτα βράχια, ποσειδωνία κ.ά., τα kabura μπορούν να παίξουν το ρόλο τους. Πρόκειται όμως για αρκετά δύσκολα περιβάλλοντα όπου απαγορεύεται το σύρσιμο των kabura, αφού έτσι θα καρφώνονταν γερά με τα αγκίστρια τους, γεγονός που θα οδηγούσε στη σχεδόν σίγουρη απώλειά τους.
Σε αυτό το δύσκολο σκηνικό είναι πάντα δυνατό να συναντήσουμε μεγάλες συναγρίδες, ροφούς, φαγκριά, αλλά και διάφορα πελαγίσια, θηράματα που για να πούμε την αλήθεια αποτελούν σοβαρό κίνδυνο για τον ελαφρύ εξοπλισμό, τα καλάμια, τις πετονιές, τους μηχανισμούς και κυρίως τα μικρά αγκίστρια που αρματώνουν το kabura.
Το μάζεμα θα γίνει αρκετά μακριά από τα εμπόδια, με μεγάλα τραβήγματα προς τα πάνω, όταν το kabura θα έχει ακουμπήσει το βυθό, και θα συνεχιστεί με πιο γρήγορες και κοφτές κινήσεις, χαρακτηριστικές του short jerking του vertical jigging, μέχρι να ξανανέβουμε για καμιά δεκαπενταριά μέτρα και έπειτα να επιστρέψουμε πάλι προς το βυθό. Είναι, ας το επαναλάβουμε, μια μη ομαλή κίνηση για αυτό το τεχνητό, και θα πρέπει να προσέχουμε τα δύο αγκίστρια να μην μπλεχτούν στο παράμαλλο. Πρόκειται όμως για μια ενδιαφέρουσα εναλλακτική, όταν δεν έχουμε πετύχει θετικά αποτελέσματα σε άλλους βυθούς (Σχήμα Γ).

Απευθείας τσιμπήματα

kabura
 
Αλλά δεν φτάνει να καταφέρουμε να βρούμε τα ψάρια και να τα κάνουμε να ενδιαφερθούν για τα kabura μας, αφού στη συνέχεια μάς περιμένει το πιο δύσκολο και κουραστικό κομμάτι αυτής της τεχνικής.
Με τα σπαριδή, κυρίως τα λυθρίνια αλλά και τα σκαθάρια, δεν θα έχουμε αποφασιστική επίθεση, δεδομένου του μικρού μεγέθους που έχει το στόμα αυτών των ψαριών, αλλά μάλλον μια σειρά από ελαφρές και επίμονες δοκιμές που προαναγγέλλουν την καθοριστική στιγμή του τσιμπήματος. Είναι μια πολύ λεπτή στιγμή που χαρακτηρίζεται στην αρχή από ένα τρεμούλιασμα. Πρόκειται για μικρά και επαναλαμβανόμενα αγγίγματα των ψαριών στο τεχνητό, που τα αντιλαμβανόμαστε ξεχωριστά και με ακρίβεια στην υπερευαίσθητη κορυφή. Είναι η αρχική φάση στην οποία τα ψάρια με περιέργεια δαγκώνουν τις ουρίτσες, και αυτήν την πρώτη στιγμή δεν πρέπει να καρφώσουμε με τον κλασικό τρόπο, γιατί δεν θα πετύχουμε τίποτα άλλο παρά να αρπάξουμε κυριολεκτικά το kabura από το στόμα του ψαριού.
Πράγματι, χρειάζεται μια σχετική ψυχραιμία για να μην κάνουμε καμία ενέργεια, παρά μόνο να κατεβάσουμε σταδιακά το καλάμι προς το νερό μέχρι να νιώσουμε μία επιβάρυνση ακολουθούμενη από τα πρώτα δυνατά κεφάλια του ψαριού. Δεν πρέπει ούτε τώρα να καρφώσουμε, αλλά αντίθετα πρέπει να μαζέψουμε αμέσως, σταθερά και χωρίς τραβήγματα, και να συνοδεύσουμε τα πιο βίαια κεφάλια πρώτα με το καλάμι και έπειτα με το φρένο, το οποίο θα διατηρούμε οπωσδήποτε σχετικά χαλαρό.
Κατά το μάζεμα, επίσης, θα πρέπει να αποφύγουμε τις δυναμικές κινήσεις, γιατί το βάρος του μεταλλικού σώματος του kabura, λόγω αντίδρασης, θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανεπιθύμητα ξαγκιστρώματα, στην περίπτωση που το αγκίστρι δεν έχει πιάσει πολύ καλά στα σαρκώδη χείλη των θηραμάτων. Όλες αυτές οι προφυλάξεις είναι απολύτως απαραίτητες για να φέρουμε με μια σχετική σιγουριά το θήραμα στο σκάφος, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι τα μικρά αλλά αιχμηρά αγκίστρια θα είναι συχνά καρφωμένα στο εξωτερικό του στόματος - καμιά φορά απλά πιασμένα στα χείλη. Αν κάναμε ένα δυνατό μάζεμα με βίαια και γρήγορα τραβήγματα, σε συνδυασμό με τα κεφάλια του ψαριού, σύντομα η σάρκα του στόματος θα σχιζόταν με τα προφανή επακόλουθα.
Πρέπει να πούμε ότι, παρ’ όλες τις προφυλάξεις που υιοθετούμε, το ποσοστό των ξαγκιστρωμάτων, κυρίως με πραγματικά αξιόλογα θηράματα, είναι σίγουρα υψηλό και μέχρι σήμερα είναι ίσως το μοναδικό βάσανο των λίγων οπαδών που με συνέπεια εξασκούν αυτήν την τεχνική. Αλλά ας θυμόμαστε πάντα ότι αυτή η τεχνική απευθύνεται σε ψάρια με μεσαίο μέγεθος με τα οποία δεν υπάρχουν προβλήματα.

Εφαρμοσμένη υδροδυναμική
Τα πρώτα kabura ήταν σχεδόν πρωτόγονα -απλές μολυβένιες σφαίρες-, αλλά σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα αυτά τα τεχνητά εξελίχθηκαν σε διαφορετικά και πολλαπλά σχήματα. Δεν ήταν βέβαια η αισθητική ανάγκη που οδήγησε στη διαφοροποίηση των μοντέλων, αλλά κυρίως η επιθυμία για μικρότερη αντίσταση στο νερό. Για να επιτευχθεί αυτό το αποτέλεσμα έγινε επέμβαση με τροποποίηση στο σχήμα του μεταλλικού σώματος, που από σφαιρικό έγινε πρώτα πιο πλατύ στις πλευρές και μετά μεταμορφώθηκε σε μία μορφή με όλο και πιο εξελιγμένο προφίλ για να προσφέρει μικρότερη επιφάνεια αντίστασης στο νερό (φωτ. α, β).
kaburakaburaΑυτά τα χρόνια λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι παρακολουθήσαμε τη συνεχή βελτίωση των σχημάτων των kabura για τη μείωση της τριβής και τη βελτίωση της κίνησης στο νερό, όπως μόλις είδαμε, αλλά και για να επιτρέπεται στα ίδια μια λιγότερο στατική και γραμμική γκάμα κινήσεων.
Σήμερα λοιπόν οι νέες τάσεις για τα kabura μάς προτείνουν μοντέλα που έχουν μια σιλουέτα σχεδιασμένη για να προχωρούν πιο εύκολα στο υγρό στοιχείο, αλλά και για να έχουν μια πιο ακανόνιστη πορεία, σχηματίζοντας σχεδόν ένα φαρδύ σλάλομ σε σχήμα «S». Αυτό επιτυγχάνεται με kabura νέου σχεδιασμού που διαθέτουν μπροστινή επιφάνεια τέτοια ώστε να ακολουθούν κατά την πλεύση μια κίνηση από τη μία πλευρά στην άλλη μιας υποθετικής ζώνης νερού που γίνεται πιο πλατιά όσο προχωρούν. Αυτό χαρακτηρίζεται από μια έντονα κυματιστή κίνηση, που διευκολύνεται από το λεπτό πάνω μέρος που δουλεύει κάπως σαν πτερύγιο κατεύθυνσης μαζί με τις φαρδιές πλευρές και το κέντρο βάρους που έχει μετακινηθεί αισθητά προς τα κάτω ώστε να προσδίδει την αναγκαία σταθερότητα στο σύνολο (φωτ. γ).
Φτάνει να δούμε παραδειγματικά το Daiwa Dancing Rubber, το Kabrax της Megabass ή το καινούριο Oiran της Maria για να έχουμε ξεκάθαρη εικόνα όσων είπαμε παραπάνω.
Πρόσφατα προστέθηκαν στα kabura και κάποια πολύ μικρά μεταλλικά κουταλάκια, που προέρχονται από το ψάρεμα στα γλυκά νερά για Black Bass, που χρησιμοποιούνται ευρέως στα τεχνητά που λέγονται spinner bait, όπως στο καινούριο Oiran της Maria. Εδώ βρίσκουμε το Tune Blade, ένα πολύ μικρό κουταλάκι σε σχήμα φύλλου που πρέπει να συνδέσουμε με έναν κρίκο σε ένα στριφτάρι. Κατά την κίνηση στο νερό το χρωμιωμένο έλασμα περιστρέφεται και εκπέμπει μια σειρά από λάμψεις και φωτεινά σήματα που σίγουρα προσελκύουν τα ψάρια ακόμη και από μεγάλες αποστάσεις.
kabura fishing

Τα καλάμια της τεχνικής
Με αυτά τα πολύ εξειδικευμένα τεχνητά μπήκαμε στον κόσμο του ultralight jigging, όπου είναι απαραίτητα μικρά και πολύ λεπτά καλάμια, με αρκετά παραβολική δράση και πολύ ευαίσθητη κορυφή, ικανή να μας φανερώσει και τη μικρότερη κίνηση του kabura στο βυθό και τα φευγαλέα αγγίγματα των ψαριών που δαγκώνουν τις μακριές λαστιχένιες αποφύσεις. Συγκεκριμένα, ένα καλάμι για kabura jap που να σέβεται τον εαυτό του πρέπει να διαθέτει κάποια μοναδικά χαρακτηριστικά τα οποία είναι:
• Εξαιρετικά ευαίσθητη και λεπτή κορυφή για να μπορεί να δείχνει αμέσως τα αγγίγματα στα πιθανά Καλάμια Kaburaανεβάσματα του βυθού, ώστε να μπορούμε να σηκώσουμε έγκαιρα το kabura και να αποφεύγουμε τα μπλεξίματα. Το υπόλοιπο σώμα πρέπει να είναι αρκετά νευρικό, για να υποστηρίζει αρμονικά την παραβολική δράση, χωρίς όμως αυτό να ενδιαφέρει το κομμάτι της λαβής, με ολικό drag max ανάμεσα στα 2 και τα 3 κιλά με το καλάμι υπό πίεση σε γωνία 45ο.
• Ελαφριά λαβή με επένδυση και εργονομική θέση για το μηχανισμό από αυτές που αφήνουν ένα κομμάτι του σώματος του καλαμιού σε επαφή με το χέρι, για να αυξάνεται σημαντικά η ευαισθησία στο μάζεμα και για να ισορροπεί τέλεια όλη η αρματωσιά χωρίς να ανατρέπει την ισορροπία ή να βαραίνει τον εξοπλισμό που πρέπει να τον κρατάμε στο χέρι για μεγάλες χρονικές περιόδους. Ειδικό pistol grip στα μοντέλα για περιστρεφόμενο μηχανισμό.
• Οδηγούς μικρών διαστάσεων κατασκευασμένους από SIC αν είναι δυνατόν, με αριθμό τέτοιο που να καλύπτει και να διανέμει την πίεση του τραβήγματος σε όλο το σώμα του καλαμιού ώστε να εμποδίζεται εντελώς η δημιουργία έντονων γωνιών με το νήμα. Γενικά, ένα κλασικό καλάμι για kabura διαθέτει αριθμό οδηγών από 8 συν αυτόν της κορυφής, για τα μοντέλα με σταθερή μπομπίνα (spinning type), μέχρι τα 9-10 συν της κορυφής για τα μοντέλα με περιστρεφόμενη μπομπίνα (bait casting type ή conventional type).
• Το μήκος είναι συνήθως από 6’0’’ (1,80 μ.) μέχρι 6’6’’ (1,98 μ.), αλλά υπάρχουν κάποια μοντέλα μόλις πάνω από 2 μέτρα. Σχεδόν όλα είναι κατασκευασμένα μονοκόμματα ή δίσπαστα (που σε αυτήν την περίπτωση έχουν τη σύνδεση στο ύψος της λαβής), ενώ πολύ λίγα είναι κατασκευασμένα σε δύο κομμάτια με ίδιο μέγεθος. Το βάρος θα πρέπει να διατηρείται περίπου ανάμεσα στα 150 και τα 200 γρ. το μέγιστο.
Καλάμια για kabura fishingΕλαφρότητα, ευαισθησία και μεγάλη ελαστικότητα είναι οι βασικές ιδιότητες ενός τυπικού ιαπωνικού καλαμιού για kabura, ιδιότητες και πλεονεκτήματα που επιτυγχάνονται στη χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου χωρίς να σκέφτονται τα έξοδα. Πράγματι, στην κατασκευή αυτών των καλαμιών χρησιμοποιείται ο καλύτερος άνθρακας υψηλού συντελεστή (ΗΜ carbon), βόριο και γραφίτης τελευταίας γενιάς, πέρα από εξαρτήματα υψηλής ποιότητας, όπως οδηγοί, βάσεις για μηχανισμούς κ.λπ. Φυσικά οι τιμές, και λόγω της πρόσφατης ανόδου του γιεν σε σχέση με το ευρώ, είναι αρκετά υψηλές, αλλά αν σκεφτούμε ότι η ιαπωνική αγορά παρουσιάζει μια δυναμικότητα τουλάχιστον 15 εκατομμυρίων ψαράδων, θα καταλάβουμε και το γιατί αυτών των τιμών. Έτσι, για παράδειγμα, τα πρωτότυπα καλάμια για kabura που περιγράφονται στον κατάλογο του σχετικού ένθετου, στα διάφορα μοντέλα που είναι διαθέσιμα στην ευρωπαϊκή αγορά, είναι σίγουρα στο top και σαν τιμές.
Ακριβώς γι’ αυτό πρέπει να πούμε και ότι τα kabura μπορούν να ψαρευτούν στα νερά μας ακόμη και με τα κλασικά καλάμια της μεσαίας-ελαφριάς καθετής. Αυτά τα καλάμια πρέπει να είναι λεπτά και γύρω στα 2 μέτρα (τα πιο κοντά της κατηγορίας) και εφοδιασμένα με κορυφή από συμπαγές φάιμπεργκλας - ένα προνόμιο που τους δίνει την απαραίτητη ευαισθησία για το χειρισμό των kabura. Είναι μια οικονομική λύση που μας κάνει να προσεγγίσουμε αυτήν την τεχνική χωρίς να αναγκαστούμε να ξοδέψουμε αστρονομικά ποσά. Έπειτα, ουσιαστικά αυτά τα καλάμια δεν διαφέρουν και πολύ σε δράση από τα πιο αριστοκρατικά και ακριβά ιαπωνικά καλάμια, αν και αυτά τα τελευταία καταφέρνουν να προσφέρουν ανεκτίμητη αίσθηση όταν μιλάμε για ελαφρότητα, ευαισθησία και ποιότητα όλων των εξαρτημάτων, όπως οδηγοί κ.λπ. Όλα αυτά όμως είναι χαρακτηριστικά που πρέπει να τα πληρώσουμε!

Μειώνοντας και τον όγκο
Αλλά δεν είναι μόνο το σχήμα του σώματος που καθορίζει τη μικρότερη ή μεγαλύτερη αντίσταση στην πλεύση ή τη βύθιση. Ένα άλλο στοιχείο που πρέπει να λαμβάνεται πολύ σοβαρά υπόψη, πέρα από το λογχοειδές σχήμα του μετάλλου, είναι ο ολικός όγκος που αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από τη μάζα των χρωματιστών νημάτων ή της φουστίτσας. Όσο πιο ογκώδης είναι η φουστίτσα τόσο μεγαλύτερη θα είναι η αντίσταση στο νερό του kabura, που θα κάνει περισσότερη ώρα να φτάσει στο βυθό και θα είναι πιο ευαίσθητο στο ρεύμα και το αρόδο, εξαιτίας της μεγαλύτερης επιφάνειας τριβής. Γι’ αυτόν το λόγο συνήθως μειώνω δραστικά τον αριθμό των νημάτων της φουστίτσας στα υπερβολικά φορτωμένα kabura.
Ένα... στριπτίζ, που χωρίς να προσβάλλει την ελκτική δύναμη αυτού του στοιχείου κάνει πιο γρήγορα τα kabura.

Μηχανισμοί και νήματα
Από τον κατάλογο που παραθέτουμε για τα καλάμια, φαίνεται ξεκάθαρα ότι τα περισσότερα ιαπωνικά καλάμια για kabura είναι σχεδιασμένα για χρήση με περιστρεφόμενο μηχανισμό. Δεν θα γινόταν κατανοητή αυτή η τάση για χρήση αυτών των μηχανισμών (που ονομάζονται και «bait casting», για να τους ξεχωρίζουμε από αυτούς με τη σταθερή μπομπίνα ή «spinning»), εάν δεν κάναμε πρώτα μια αναφορά στη χρήση των πιο κατάλληλων νημάτων για αυτό το είδος ψαρέματος.
σκαθάριΜιλώντας για μια ελαφριά τεχνική, κάποιες φορές ακόμη και υπερ-ελαφριά, χρησιμοποιούμε νήματα με λεπτή και πάρα πολύ λεπτή διάμετρο. Αυτό γιατί, επειδή πρόκειται για τεχνητά με μικρό βάρος, πρέπει να χρησιμοποιούμε πολύ λεπτές διαμέτρους για να μειώσουμε δραστικά την «κοιλιά» του νήματος λόγω της αντίστασής του νερού. Μια λύση που απ’ τη μια μάς επιτρέπει να ψαρεύουμε με kabura 60-80 γραμμαρίων ακόμη και σε βάθη από 60 ως 90 μέτρα, με συνθήκες κανονικού ρεύματος, και από την άλλη προσδίδει σε όλη την αρματωσιά μία απίστευτη ευαισθησία για τα βάθη όπου την χρησιμοποιούμε.
Για kabura από 30 μέχρι 60 γραμμάρια ενδείκνυται η χρήση ενός νήματος που μπορεί να είναι από 0,14 μέχρι 0,16 «πραγματικά» χιλιοστά. Αυτό αν το μεταφράσουμε σε ΡΕ (την αυθεντική ιαπωνική ταξινόμηση) προβλέπει τα μεγέθη από ΡΕ 0.6 μέχρι ΡΕ 0.8 και σε όριο θραύσης για τα καλύτερα ιαπωνικά νήματα για light jigging μεταφράζεται σε 10-12 λίμπρες (4,2-5,6 κιλά).
Για kabura από 80 μέχρι 120 γραμμάρια ή παραπάνω (που αν ξεπεράσουμε αυτό το όριο βάρους θα προτιμούσα να χρησιμοποιήσουμε inchiku), το νήμα μπορεί να είναι λίγο πιο χοντρό. Προσοχή, μιλάμε πάντα για σχετικά μικρές διαμέτρους, από 0,16 μέχρι 0,20 χιλ. το μέγιστο, πάντα «πραγματικά», αλλά που αν το μετατρέψουμε όπως συνήθως σε ΡΕ μάς δίνει τιμές όπως ΡΕ 1 και ΡΕ 1.2 για 15 και 24 λίμπρες αντίστοιχα (9-12 κιλά), που σίγουρα δεν είναι λίγο, επιτρέποντάς μας, σε αυτήν την περίπτωση, να έχουμε μεγαλύτερη άνεση στην πολυπόθητη συνάντηση με θηράματα μεγαλύτερου μεγέθους.
Ασφαλώς, στην άκρη της αρματωσιάς χρησιμοποιούμαι πάντα ένα παράμαλλο 5-7 μέτρων από εξαιρετικό νάιλον ή fluorocarbon σε διάμετρο από 0,28 έως 0,35 χιλ. το μέγιστο, για να αποφύγουμε προβλήματα στην επαφή με βράχια ή πιθανά εμπόδια στο βυθό.
Επιστρέφοντας επιτέλους στους μηχανισμούς, φαίνεται πιο ξεκάθαρο τώρα πως με αυτές τις μικρές διαμέτρους προτιμούμε να χρησιμοποιούμε μικρούς περιστρεφόμενους μηχανισμούς τύπου «low profile», συμπαγείς και εργονομικούς σε τέτοιο σημείο που να μπορούμε να τους πιάνουμε μαζί με το καλάμι σαν ένα σύνολο.
Συναγρίδα με kabura fishingΠράγματι, ο περιστρεφόμενος, λόγω του μοναδικού χαρακτηριστικού του να μη δημιουργεί γωνία κατά το τύλιγμα του νήματος, σε αντίθεση με τους μηχανισμούς σταθερής μπομπίνας στο σημείο που περνάει το νήμα από τον οδηγό του (roller line), εγγυάται μικρότερη φθορά των λεπτών νημάτων. Επίσης η πετονιά είναι σχεδόν πάντα σε τέλεια ευθεία με την σειρά των οδηγών του καλαμιού, και καθώς κατεβαίνει προς το βυθό, βάζοντας ελαφρά τον αντίχειρα στην μπομπίνα σε κατάσταση «free spool», μας επιτρέπει να νιώθουμε άμεσα και γρήγορα τα ενδεχόμενα τσιμπήματα στη φάση της βύθισης, δίνοντάς μας απόλυτο έλεγχο στο κάρφωμα. Για να μην μιλήσουμε και για την καλύτερη μηχανική συμπεριφορά κατά το μάζεμα, χωρίς διακοπές και σκορτσαρίσματα, και για τη μεγαλύτερη ρευστότητα του φρένου.
Οι μικροί περιστρεφόμενοι μηχανισμοί που είναι κατάλληλοι για αυτήν την τεχνική μπορούν να φτάσουν ένα drag max 7-10 κ. με ισχύ μαζέματος αδιανόητη για έναν σταθερό με ίδιο βάρος και διαστάσεις. Μιλάμε για μηχανισμούς που δεν ζυγίζουν πάνω από 250 γραμμάρια, εξοπλισμένους με κεραμικό οδηγό για να φορτώνεται σωστά το νήμα στην μπομπίνα, ικανούς να χωρέσουν άνετα 200 μ. και παραπάνω νήμα ΡΕ 0.6 και ΡΕ 1.5, και με σχέση μαζέματος που ποικίλλει από 5.0:1 μέχρι 6.2:1.
Ειλικρινά σε αυτήν την περίπτωση, θέλω πραγματικά να πω ότι δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για την ανωτερότητα των bait casting σε σχέση με τους κλασικούς μηχανισμούς με σταθερή μπομπίνα, αν και αυτά τα εργαλεία υπήρξαν πάντα αντιπαθητικά για τον μεσογειακό ψαρά.
Πάντως, έτσι για να αποσαφηνίσουμε και να δώσουμε πιο λεπτομερείς πληροφορίες, ας πούμε μερικά ονόματα αναφέροντας αμέσως τους Daiwa TDA Advantage ή Smack 100L, τους Okuma VS System ή Alumina Low Profile, τους Shimano Curado E, Castaic ή Citica E, και τελειώνουμε με τους ολοκαίνουριους Tica Cajman DJ 150.
Όλα τα μοντέλα που αναφέραμε είναι διαθέσιμα και με λαβή sx για αριστερόχειρες (Left Handle), για όποιον πραγματικά δεν μπορεί να βολευτεί με τη λαβή dx (Right Handle).
Η τεχνική του kabura fishing είναι ένας συνδυασμός καινούριων ανακαλύψεων και εξελιγμένης τεχνολογίας, που έχουν ήδη δοκιμαστεί ευρέως στη χώρα από την οποία προέρχονται και σιγά σιγά διαδίδονται και σε άλλες θάλασσες. Όλα αυτά ανοίγουν για άλλη μια φορά νέους και πάντα πιο ευρείς ορίζοντες για τους οπαδούς του ψαρέματος από το σκάφος.




http://thalassamedia.gr/

 
Powered by Blogger